Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλσύλλιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλσύλλιο [alsílio] το, gen αλσύλλιου & αλσυλλίου (L)
  • small grove (syn αλσάκι):
    • ιερό ~ |
    • πυκνό ~ |
    • ~ πεύκων |
    • βρισκόντουσαν άλλοι στρατιώτες πρηνείς πίσω από τα δέντρα ενός μικρού αλσυλλίου (Ioannop) |
    • poem ... τραβήχτηκε στο ~ δίπλα κλ (Ritsos) |
    • ~ της παρανομίας και των βιασμών (Niarchos)

[fr kath αλσύλλιον, der of άλσος w. suff -ύλλιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες