Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλσύλλιο [alsílio] το, gen αλσύλλιου & αλσυλλίου (L)
- small grove (syn αλσάκι):
- ιερό ~ |
- πυκνό ~ |
- ~ πεύκων |
- βρισκόντουσαν άλλοι στρατιώτες πρηνείς πίσω από τα δέντρα ενός μικρού αλσυλλίου (Ioannop) |
- poem ... τραβήχτηκε στο ~ δίπλα κλ (Ritsos) |
- ~ της παρανομίας και των βιασμών (Niarchos)
[fr kath αλσύλλιον, der of άλσος w. suff -ύλλιον]
- small grove (syn αλσάκι):