Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλπινιστής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλπινιστής ο [alpinistís] Ο7 θηλ. αλπινίστρια [alpinístria] Ο27 : αυτός που ασχολείται με τον αλπινισμό.

[λόγ. < γαλλ. alpiniste (-iste = -ιστής)· λόγ. αλπινισ(τής) -τρια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλπινιστής [alpinistís] ο, αλπινίστρια [alpinístria] η,
  • ① climber of the Alps, alpinist:
    • γυλιός αλπινιστή, παπούτσια αλπινιστή |
    • οι αλπινιστές σκαρφαλώνουν σ' απότομες κορυφές |
    • οι αλπινιστές της Γαλλίας ξεκινούν για τα παράτολμά τους επιχειρήματα (Panagiotop) |
    • στα ερημικά καταφύγια βρίσκουν σωτηρία οι αλπινιστές, όταν καταλαμβάνονται από χιονοθύελλες (Ouranis)
  • ② mountain climber, mountaineer, alpinist (syn ορειβάτης):
    • pl αλπινιστές οι, milit body of men experienced in mountain climbing, esp in the countries near the Alps, France, Switzerland, and Italy, mountain troops |
    • είχανε εδώ δυο ή τρία τάγματα αλπινιστές (Terzakis) |
    • οι αλπινιστές πολεμάνε με τόλμη, μ' απόγνωση ώρες (id.) |
    • μας χτυπούσαν οι Γερμανοί αλπινιστές της μεραρχίας Eντελβάις (Theotokas)

[fr NLat alpinista, so Fr alpiniste, It alpinista]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες