Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλπινισμός ο [alpinizmós] Ο17 : άθλημα που γίνεται με αναρρίχηση σε ψηλές κορυφές βουνών ή με πέρασμα από δύσβατα ορεινά σημεία.
[λόγ. < γαλλ. alpinisme (-isme = -ισμός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλπινισμός [alpinizmós] ο,
- climbing on the Alps, alpinism:
- από μικρός είναι οπαδός του αλπινισμού
- ⓐ mountain climbing, mountaineering, alpinism (syn ορειβασία):
- διεδόθη παντού ο ~
[fr NLat alpinismus, der of Lat Alpinus, so Fr alpinisme, It alpinismo]
- climbing on the Alps, alpinism: