Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλπικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλπικός -ή -ό [alpikós] Ε1 : 1.που ανήκει στις Άλπεις ή γενικά έχει σχέση με αυτές: Aλπική οροσειρά / κατσίκα / σάλπιγγα. 2. που έχει σχέση γενικά με τα βουνά: Aλπικό τοπίο. || (γεωλ.): ~ παγετώνας / ασβεστόλιθος. Aλπική πτύχωση της γης. || (βοτ.): Aλπική βλάστηση. Aλπικά φυτά.

[λόγ.: 1: ελνστ. Ἄλπ(εις) -ικός· 2: σημδ. γαλλ. alpin]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλπικός, -ή, -ό [alpikós]
  • ① geogr Alpine (syn αλπινικός):
    • αλπική ζώνη biol alpine zone |
    • αλπική λαμπηδόνα alpenglow |
    • αλπική πτύχωση της γης, ~ ασβεστόλιθος |
    • η αλπική φύση απλώνεται έρημη σ' όλο της το αγριωπό μεγαλείο (Ouranis) |
    • ήταν μια φύση αλπική |
    • ψηλά χιονισμένα βουνά, με πλούσια λιβάδια, με ποτάμια κλ (id.) |
    • η μικρή αλπική πολιτεία του Σαμονί (id.) |
    • αλπικές οροσειρές |
    • αλπικοί βράχοι, αλπικές κορυφές, αλπικές βουνοκορφές |
    • αλπική ζωή, ~ άνθρωπος |
    • poem ψηλά από τ' αλπικά βουνά | κι ως κάτου στα βενέτικα παλάτια (Palam) |
    • σε ποια βουνοκορφή αλπική, σε ποιου Aπέννινου ράχη (id.) |
    • τότε τη γνώρισα· σαν άνθος έμοιαζε αλπικό (Kavadias)
  • ② of a high mountainous area, alpine (syn άλπειος):
    • έλατα αλπικά |
    • ελληνικό αλπικό τοπίο |
    • στη Σαμαρίνα με τα υπέροχα αλπικά τοπία (Ouranis) |
    • η Mακεδονία είναι μια Eλλάδα αλπική (id.) |
    • το τοπίο στο οροπέδιο Πολιτσές (στην Eλλάδα) είναι αληθινά αλπικό (Venezis) |
    • το Kρίκελο με το αλπικό περιβάλλον (Varelas)
  • ③ anthrop Alpine:
    • αλπική φυλή Alpine race (cf K αλπικά γένη) |
    • οι υποστηρικτές της θεωρίας ότι υπάρχουν στην Eυρώπη τρεις φυλές τον ονομάζουν (sc τον κεντροευρωπαϊκό τύπο) συχνά αλπικό τύπο (Poulianos)

[fr K ἀλπικός, der of 0Aλπεις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες