Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλπακάς 1 ο [alpakás] Ο1 : είδος υφάσματος: Φόρεμα από αλπακά.
[ισπαν. alpaca -ς ή μέσω του γαλλ. alpaga (από γλ. Ινδιάνων της Aμερικής)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλπακάς 2 ο : κράμα από χαλκό, κασσίτερο και νικέλιο: Σερβίτσιο / μαχαιροπίρουνα από αλπακά.
[λόγ. < γερμ. Alpaka (σήμα κατατ.) -ς με μετακ. τόνου ίσως κατά το αλπακάς 1]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλπακάς1 [alpakás] ο, (& αλπαγάς) pl αλπακάδες
- ① alpaca wool
- ② textile fabric made of alpaca wool, alpaca:
- φόρεμα από αλπαγά |
- μαύρος ~ γυαλιστερός |
- φορούσε συνήθως λεπτά ρούχα, λινά ή αλπακά (Xenop) |
- θυμάστε τον εστιάτορα πίσω από τον μπουφέ με τον μαύρο αλπακά (Glezos)
[fr Fr alpaca and It alpaga 'extract wool']
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλπακάς2 = αλπακά1.