Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλούμινα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλουμίνα η [alumína] Ο25 : (χημ.) οξείδιο του αλουμινίου: Άνυδρη / κρυσταλλική ~. Παραγωγή αλουμίνας από βωξίτη. Εργοστάσιο αλουμίνας.

[λόγ. < γαλλ. alumin(e) ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλούμινα [alúmina] η, (& αλουμίνα) industry
  • alumina, aluminum oxide Al2O3 (syn οξείδιο αργιλλίου)

[fr alumina, pl of L alumen]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες