Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλουστράριστος -η -ο [alustráristos] Ε5 : που δεν τον έχουν λουστράρει· αγυάλιστος. ANT λουστραρισμένος: Aλουστράριστα έπιπλα / παπούτσια.
[α- 1 λουστραρισ- (λουστράρω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλουστράριστος, -η, -ο [alustráristos]
- unburnished, unpolished (syn αβερνίκωτος, L αστίλβωτος, ant βερνικωμένος, λουστραρισμένος):
- τα έπιπλα είναι αλουστράριστα |
- καρέκλα αλουστράριστη, ντουλάπα αλουστράριστη |
- τραπέζι αλουστράριστο
- ⓐ unpolished, of footwear (syn αγυάλιστος):
- αλουστράριστα παπούτσια |
- οι μπότες είναι αλουστράριστες
[cpd w. *λουστραριστός; cf λουστρατισ-μένος: λουστράρω]
- unburnished, unpolished (syn αβερνίκωτος, L αστίλβωτος, ant βερνικωμένος, λουστραρισμένος):