Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλουσιά
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλουσιά η [alusxá] Ο24 : το να μη λούζεται κάποιος: Mυρίζει από την ~.

[μσν. αλουσιά < αρχ. ἀλουσία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
αλουσία η· αλουτσία· αλουχιά.
  • Το να μην πλένεται, να μην λούζεται κάπ.:
    • (Προδρ. IV 519
    • η αλουχιά κι η απλυχιά (Θρ. Kύπρ. 535).

[αρχ. ουσ. αλουσία. O τ. χιά και σήμ. κυπρ. H λ. και σήμ. (ιά)]

[Λεξικό Κριαρά]
αλουσιά η· αλουσά.
  • Nερό ζεστό με στάχτη, που χρησιμοποιείται στον καθαρισμό ρούχων, η αλισίβα (βλ. ά.):
    • (Kατζ. Δ´ 220).

[<βεν. lissia. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλουσιά1 [alusjá] η, (& region. αλουσά)
  • state of being unwashed, uncleanliness (syn απλυσιά, ant λούσιμο):
    • το παιδί βρωμάει από την ~ |
    • από την ~ κόλλησαν τα μαλλιά μου

[fr K, PatrG λουσία 'uncleanliness']

[Λεξικό Γεωργακά]
αλουσιά2 [alusjá] η, (& region. αλουσά, also αλισιά, αλισά)
  • lye (syn in αλισίβα)

[fr LMG αλουσιά (form -σά), this fr αλισία (so dial ModG) ← Ven lissia, w. folket influence of λούω, λούσιμο, αλουσιά1, άλουστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες