Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλουπή, αλουπού η,
- βλ. αλεπού.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλουπήσιος, -α, -ο [alupísjos] region. (NGreece)
- of or pertaining to the fox, fox (adj):
- αλουπήσιο τομάρι, αλουπήσιο γουναρικό
[der of αλουπού (bes αλεπού) w. suff -ήσιος]
- of or pertaining to the fox, fox (adj):