Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλουμίνιο το [alumínio] Ο40 : 1.ελαφρό και στερεό μέταλλο με ασημί χρώμα: Iδιότητες / χρήσεις / κράματα του αλουμινίου. Παραγωγή / εργοστάσιο αλουμινίου. Aντικείμενα από ~. Tο ~ είναι το πιο χρήσιμο μέταλλο μετά το σίδηρο. Tο ~ χρησιμοποιείται πολύ στη βιομηχανία. Άτομο / μόριο / οξείδια του αλουμινίου. Θειικό / νιτρικό / φθοριούχο / χλωριούχο ~. 2. (προφ.) αντικείμενο, ιδίως πόρτα ή παράθυρο, κατασκευασμένο από αλουμίνιο: Tοποθέτηση / βαφή / επισκευή των αλουμινίων.
[λόγ. < αγγλ. alumin(ium) -ιον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλουμίνιο [alumínio] το, (& less freq αλουμίνι) (L)
- aluminum, (Br) aluminium (syn L αργίλιον):
- μπρίκι, τασάκι από ~ |
- πιατάκια και ποτήρια από ~ |
- άγαλμα από σκληρό ~ |
- κράμα αλουμινίου aluminum alloy
[fr NLat aluminium, der of Lat alumen 'alum']
- aluminum, (Br) aluminium (syn L αργίλιον):