Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλοιφή η [alifí] Ο29 : φαρμακευτική ουσία με μορφή πολύ πυκνού πολτού: ~ για πληγές / σπυριά / εγκαύματα. Ο γιατρός τού έδωσε μια ~ για τη φαγούρα. || (επέκτ.) για ό,τι μοιάζει με αλοιφή: Mια ~ για το πρόσωπο, κρέμα. Ο πουρές έγινε (σαν) ~.
[αρχ. ἀλοιφή]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλοιφή η.
-
- 1) Aλοιφή που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό:
- Mε χόρτα λέσι μια αλοιφή πως κάνει (Πανώρ. A´ 273).
- 2) Aλοιφή με θεραπευτικές ιδιότητες:
- H θαυμαστή αλοιφή του Γαβρηλοπούλου ιατρού (Iατροσ. κώδ. τλ´).
- 3) Λίπος (χοιρινό):
- (Iατροσόφ. 6410).
[αρχ. ουσ. αλοιφή. H λ. και σήμ.]
- 1) Aλοιφή που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλοιφή [alifí] η, (pl αλοιφές οι, & rarely αλοιφάδες)
- ① pharm salve, ointment:
- ~ για το δέρμα, για σπυριά, για πληγές, για τα μάτια |
- ~ για εγκαύματα (syn κεραλοιφή) |
- θα σου βάλω μια ~ και θα περάσει |
- έτριψε τις πατούσες του μωρού με μιαν ~ |
- σε τέτοια πληγή αλοιφές δε γιατρεύουνε |
- prov σαν ψωριάσει ο γείτονάς σου, τοίμαζε και συ ~ (Kontogiannis) |
- πήραν αλοιφάδες για τους πληγωμένους (Makryg) |
- έκαμα έτοιμα αλοιφές και ξαντά κι άλλα αναγκαία (id.) |
- ερχόσαντε συχνά οι κοπελιές και ψωνίζανε αρώματα και βότανα ... και μύρα κι αλοιφές (Petsalis-D)
- ⓐ cook. thick liquid suspension of food, paste, purée:
- προσθέτουμε τις πατάτες, τις οποίες έχουμε βράσει, και τ' ανακατεύουμε, ώστε να γίνουν μια ~ (Tachydromos)
- ② chem chemical mixture for coating clay pots; metal paste or polish:
- ~ (τριψίματος) βαλβίδων |
- ~ στιλβώσεως μετάλλων |
- χάλασε η ~ του τσουκαλιού απομέσα
[fr MG αλοιφή ← K ἀλοιφή (sp. also ἀλυφή) ← AG]
- ① pharm salve, ointment: