Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλογόνο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλογόνο το [aloγóno] & αλατογόνο το [alatoγóno] Ο39 (συνήθ. πληθ.) : (χημ.) ονομασία ομάδας του περιοδικού συστήματος στοιχείων που περιλαμβάνει το φθόριο, το χλώριο, το βρόμιο, το ιώδιο και το άστατο: Iδιότητες / χρήσεις των αλογόνων. Λάμπες αλογόνου.

[αλο-: λόγ. < γαλλ. halogène < αρχ. ἁλ- (ἅλς) `αλάτι΄ -ο- + -gène = -γόνον· αλατο-: λόγ. μτφρδ. με βάση την αρχ. γεν. ἅλατ(ος)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλογόνο [aloγóno] το, usu pl αλογόνα τα, (L) chem
  • halogen (syn αλοτογόνο)

[substantiv. n of adj αλογόνος, i.e. for αλογόνον στοιχείον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλογονοξέα [aloγonokséa] τα, chem
  • halogens (syn αλογόνα)

[cpd of adj αλογόνος & noun οξύ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλογονουρά s. αλογοουρά.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες