Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλογόμυγα η [aloγómiγa] Ο27α : έντομο που με τα τσιμπήματά του ενοχλεί τα άλογα και άλλα ζώα. ΦΡ μας γέμισε αλογόμυγες, για ενοχλητικά λόγια ή πράξεις. τον τσίμπισε* ~.
[αλογο- + μύγα (πρβ. ελνστ. ἀλογομυῖα ίδ. σημ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλογόμυγα [aloγómiγa] η,
- ① entom (syn βοϊδόμυγα, ντάβανος & τάβανος, L οίστρος) a fly of the families Tabanidae and Oestridae, horsefly, gadfly, botfly
- ⓐ forest fly, tick-fly, Hippobosca equina:
- το γαϊδούρι είναι γεμάτο αλογόμυγες |
- γέμισεν ο τόπος άνεργους, σβούριζαν σαν αλογόμυγες στα εργοστάσια και παρακάλαγαν (Sevastakis) |
- (η γυναίκα) σήκωνε το λαιμό της κ' έδινε κάτι διαταγές στις αλογόμυγες και στ' αστέρια (TDoxas)
- ② fig annoying person, gadfly (syn ενοχλητικός άνθρωπος):
- ~ είν' αυτός ο ζητιάνος |
- έγινε (κατάντησε) ~
[cpd w. μύγα]