Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλογοουρά η [aloγourá] Ο24 : 1.η ουρά του αλόγου: Bούρτσα με τρίχες από ~. 2. είδος χτενίσματος: Φτιάχνει τα μαλλιά της ~.
[1: αλογο- + ουρά· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. queue de cheval]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλογοουρά [aloγourá] η, (& αλογονουρά & region. & lit αλογουρά)
- ① horse's tail:
- τρίχες από αλογονουρά |
- μια μυγοπαγίδα, καμωμένη από κλαδιά ιτιάς πυκνόφυλλα, πλεγμένα σε σχήμα αλογονουράς (Grigoris) |
- κάρφωσε στη μέση του αλωνιού το κοντάρι με τις δύο αλογουρές, που μαρτυρούσανε την εξουσία του πασά (Prevelakis) |
- ένας βεζίρης με τρεις αλογοουρές και με καβούκι (Petsalis-D) |
- βρόχια θα γίνουν οι αλογουρές απ' τα μπαϊράκια στους λαιμούς των πασιάδων (Karagatsis) |
- poem μικρά δαιμόνια ορχιούνται μαλλιαρά με αλογοουρές w. horse-tails stiffly straight (Kazantz Od 18.257)
- ⓐ hairstyle ponytail:
- η αλογοουρά είναι κοριτσίστικη κόμμωση |
- χτενίζει τα μαλλιά της ~ |
- σείεται η ~ της κοπελίτσας (Palaiologos)
- ② bot plant of the genus Equisetum, horsetail region. (IonIsl, Thrace etc)
[cpd w. ουρά (also form νουρά); for the cpd cf AG ἱππουρίς]
- ① horse's tail: