Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλογίκευτος, -η, -ο [aloyíceftos]
- ① conceived, had, or done irrationally:
- ~ ρόλος |
- η εσωτερική τους προσπάθεια η αλογίκευτη αλλά δυναμική (Athanasiadis-N) |
- παίζεται ένα μεγαλόπρεπα ωραίο, αλλ' αλογίκευτο και δίχως ηθική δράμα (id.) |
- ούτε αλογίκευτο αίσθημα είναι η ηθοποιία ούτε ασυναίσθητη λογική (id.)
- ② not thinking logically (syn παραλογιζόμενος, ant λογικευόμενος):
- ο Tζακόνι ήταν μια μεγαλοφυΐα ενστικτώδης και αλογίκευτη (Athanasiadis-N)
[cpd w. *λογικευτός (cf ModG λογικευτ-ικός): λογικευ-μένος: λογικεύομαι]
- ① conceived, had, or done irrationally: