Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλογάριαστος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αλογάριαστος, επίθ.
  • 1) Που δε λογαριάζει τίποτα:
    • σκληρόν και αλογάριαστον (Διγ. O 256).
  • 2) Που δεν μπορεί να υπολογιστεί, άπειρος, που δεν έχει τέλος:
    • τον αλογάριαστο καιρό, που δε συφέρνει τέλος (Π. N. Διαθ. φ. 253v 24).

[<στερ. α‑ + λογαριάζω. H λ. το 10. αι. (LBG, λ. ρία‑), στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλογάριαστος -η -ο [aloγárjastos] Ε5 : (προφ.) που δεν τον έχουν ή που δεν μπορούν να τον λογαριάσουν, να τον μετρήσουν ή να τον υπολογίσουν: Aλογάριαστα πλούτη / έξοδα, πολύ μεγάλα. αλογάριαστα ΕΠIΡΡ: Ξοδεύει ~.

[μσν. αλογάριαστος < α- 1 λογαριασ- (λογαριάζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλογάριαστος, -η, -ο [aloγárjastos]
  • Ⓐ pass
  • ① not reckoned, not calculated, unaccounted (ant λογαριασμένος, υπολογισμένος):
    • αλογάριαστα εισοδήματα, αλογάριαστα έξοδα, αλογάριαστα χρέη |
    • folkt ο ταβερνιάρης του βγάζει λογαριασμό αλογάριαστο |
    • αυτά τ' αβγά, αν τα εκάθιζα στην όρνιθα, θα έβγαζε τέσσερα πουλιά, δυο πετεινούς, δυο όρνιθες (Megas)
  • ② not countable, incalculable, innumerable (syn αλόγιαστος 2, αμέτρητος, ανυπολόγιστος, αναρίθμητος):
    • αλογάριαστα σπίτια |
    • αλογάριαστοι αιώνες |
    • εισοδήματα αλογάριαστα |
    • πλούτη αλογάριαστα |
    • ξόδεψε αλογάριαστα χρήματα |
    • σκότωσε αλογάριαστα πουλιά |
    • τραγούδησε το τραγούδι του απάνω σε όλες τις αλογάριαστες χορδές της ποιητικής άρπας (Palam) |
    • του έκαμε αλογάριαστο κακό (Psichari) |
    • πολιορκεί τη μικρούλα πεντάμορφη με την αλογάριαστη προίκα (Myriv) |
    • η αλογάριαστη σε αξία εθνική μας παιδεία (Karantonis) |
    • poem τι θέρος ~ και τι σοδειά ευεργέτρα (Palam) |
    • ήλιοι μου, τρισήλιοι μου αλογάριαστοι, | πώς μου φύγατε όλοι από τα χέρια (Zevgoli)
  • ③ not counted among others, not included in the account, excluded:
    • του έδωκε κάτι αλογάριαστο |
    • σου προσφέρω και τούτο αλογάριαστο
  • ④ not being taken into account, not esteemed, unappreciated (near-syn αμελητέος, ant υπολογίσιμος):
    • ποιητής πρωτότυπος κι ασυνήθιστος κι ~ (Palam)
  • Ⓑ act
  • ⑤ not having set one's accounts in order:
    • είμαστε αλογάριαστοι ένα χρόνο |
    • είναι ακόμα ~ με τον έμπορο
  • ⑥ not taking into good account, not thinking (well), heedless, careless, inconsiderate (syn αλόγιαστος 1, αλόγιαστος 2, απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος, ασύνετος) region.:
    • είναι ~, ξοδεύει ό,τι έχει |
    • ο γιος του είναι ~

[fr MG αλογάριαστος, cpd w. *λογαριαστός: λογαριάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες