Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλογάκι [aloγáci] το, (no gen sg & pl)
- ① young horse, colt (syn πουλάρι) or small horse, pony (syn αλογατάκι 1):
- μια φοράδα με τ' ~ της |
- το ψαρί ~ |
- idiom phr χορεύω τ' ~ μου enjoy o.s., have fun |
- τ' αλογάκια της Σκύρου, τα βραχύσωμα "ιππάρια" τ' αρχαϊκά, τα σκαλισμένα στο μάρμαρο (Panagiotop) |
- ο όνος που οδηγεί την Παρθένο Mαρία στη Bηθλεέμ μοιάζει μ' ένα ανάερο περήφανο ~ (Kanellop) |
- poem ένα χιονάτο ~ παρέκει | σε καρτερεί, θα σε φέρ' η βαρκούλα (Palam) |
- στο γλήγορο ~ μου κ' εγώ ~ | δυνόμουν ναν τον φτάνω (Malakasis) |
- θα 'θελα και δυο άλογα (καλά είναι τ' αλογάκια) (Kavafis)
- ⓐ children's games and toys:
- ξύλινο ~ hobby horse, rocking horse |
- ψεύτικο ~ |
- παραπήγματα του λουναπάρκ με θαυμαστά θεάματα ... με αλογάκια (Loukatos) |
- poem εδώ μάδησε κάποτε τ' ~ του ο γιος μου | να το αλλάξει σε λύκο (Vrettakos)
- ⓑ slang horse races:
- ταΐζει τ' αλογάκια he squanders money on horse races
- ② ichth ~& region. ~ της θάλασσας seahorse, Hippocampus guttulatus = Hippocampus brevirostris (syn αλογατάκι)
- ③ bot the clematis Clematis flammula (syn in αγράμπελη 2)
- ④ entom ~ της Παναγίας, any of several predaceous insects of the family Mantidae, mantis, esp praying mantis, Mantis religiosa (syn αλογατάκι της Παναγίας, του Θεού or της Παναγίας τ' άλογο [s. άλογο2 3]:
- ήταν και ο μπόμπιρας εκεί | και το ~ που λεν της Παναγίας (Elytis)
[fr MG αλογάκιν, der of MG άλογον 'horse' ← K ἄλογον 'horse']
- ① young horse, colt (syn πουλάρι) or small horse, pony (syn αλογατάκι 1):
[Λεξικό Κριαρά]
- αλογάκιν το.
-
- Mικρό άλογο:
- (Διήγ. παιδ. 782).
[<ουσ. άλογον + κατάλ. ‑άκιν. H λ. (‑ι) στο Bλάχ. και σήμ.]
- Mικρό άλογο: