Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλμυρός, επίθ.· αρμυρός.
-
- Παστός:
- (Aσσίζ. 24029).
- Tο ουδ. ως ουσ. = αλίπαστες τροφές, και μάλιστα ψάρια:
- αγόρασεν αρμυρά διά το κελλάριν (Mαχ. 40632).
- Το αρσ. ως τοπων.:
- (Xρον. Mορ. H 8010).
[αρχ. επίθ. αλμυρός. H λ. και ο τ. και σήμ.]
- Παστός:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αλμυρός [almirós] ο, (& Aρμυρός)
- common pl-n; geogr town Almyros (Thessaly).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλμυρός -ή -ό [almirós] & αρμυρός -ή -ό [armirós] Ε1 : 1α.που περιέχει αλάτι: Tο θαλασσινό νερό είναι αλμυρό. ANT γλυκό. β. που έχει έντονη τη γεύση του αλατιού, που είναι πολύ αλατισμένος: Έβαλες πολύ αλάτι και έγινε αλμυρό το φαγητό. || που είναι αλατισμένος: Aλμυρά φιστίκια. ANT ανάλατα, γλυκά. γ. (ως ουσ.) γ1. το αλμυρό, η γεύση που δίνει το αλάτι. γ2. τα αλμυρά, τροφές που έχουν αλάτι ή πολύ αλάτι: Ο γιατρός τού απαγόρευσε τα αλμυρά. Mε το ούζο προσφέρουν αλμυρά. (έκφρ.) λύσσαξα* στα αρμυρά. 2. (μτφ., οικ.) πολύ ακριβός: Όταν πρωτοβγαίνουν τα κεράσια είναι πολύ αλμυρά. Ωραίο το διαμέρισμα, η τιμή του όμως πολύ αλμυρή.
αλμυρούτσικος -η -ο & αρμυρούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ αρκετά αλμυρός: Aλμυρούτσικο έγινε το φαΐ. Εμείς τα τρώμε αλμυρούτσικα. Πληρώνω αλμυρούτσικο ενοίκιο. αλμυρούλης -α -ικο & αρμυρούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. αλμυρά & αρμυρά ΕΠIΡΡ. αλμυρούτσικα & αρμυρούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ: Tο αγόρασα ~. [αρχ. ἁλμυρός· μσν. αρμυρός < αρχ. ἁλμυρός με τροπή [l > r] πριν από σύμφ. (σύγκρ. αδελφός > αδερφός)· αλμυρ(ός), αρμυρ(ός) -ούτσικος, -ούλης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλμυρός, -ή, -ό [almirós] (& αρμυρός)
- ① saline, salt, briny (syn αλατούχος):
- το αλμυρό νερό salt water, e.g. το αλμυρό νερό της θάλασσας (near-syn θαλασσινό νερό) |
- αλμυρή λίμνη salt lake |
- αλμυρή πηγή salt spring (syn πηγή αλμυρού νερού, L αλατούχος πηγή) |
- αλμυρά έλη |
- αλμυρή ψιχάλα |
- η Aδριατική, θάλασσα ... με νερό πιο αλμυρό από κείνο που ξέρουμ' εμείς (Charis) |
- όλος στάζοντας αλμυρές σταγόνες (Plaskovitis) |
- μυρίζεται με λύσσα τους αλμυρούς αφρούς στυλώνοντας τα μάτια του στο πέλαγος (Karantonis) |
- poem και αναβρύζει το νερό το αρμυρό σα θυμωμένο (Palam) |
- μα τ' ακρογιάλια χόχλασαν κ' είπε ο αρμυρός τους ρόχθος (Athanas) |
- εσμίξαμε γυμνοί | στον αλμυρό γιαλόν (Sinop)
- ⓐ synecd having to do w. salt water, being in touch w. it, having the odor of brine, briny:
- πλούσιοι και πένητες στην κοινή αλμυρή κολυμπήθρα· ισοπεδώνει η θάλασσα (Palaiologos) |
- μόνη αφήνεται στους αλμυρούς ασπασμούς του υγρού στοιχείου (id.) |
- ο ~ αέρας |
- poem από τους μόλους τους ρηχούς ως τα βαθιά κανάλια, | γυμνά, αρμυρά νησιά (Palam) |
- κι όλα τ' αστέρια ετρέμαν αρμυρά στις άκρες των μαλλιών σου the salt stars quivering on the fringes of your hair (Kazantz Od 17.89)
- ② salted, salty in taste (syn [πολύ] αλατισμένος, ant ανάλατος):
- κρέας, φαΐ, ψάρι αλμυρό |
- στραγάλια αλμυρά |
- ψωμί ξερό και αρμυρό |
- αλμυρές σαρδέλες salted sardines |
- (κάτι) είναι αλμυρό θάλασσα or λύσσα is very salty |
- έχυνε ποτάμι τα δάκρυα τ' αρμυρά (Panagiotop) |
- τα δάκρυα κυλούσαν αλμυρά στα μάγουλά του (DOikonomidis) |
- προοδεύουν με τον πιο αλμυρό ιδρώτα του προσώπου τους (Kanellop) |
- poem αρμυρό σαν το κύμα είναι το δάκρυ (Zevgoli) |
- εκεί χορεύουν στις ακρογιαλιές | τυλιγμένοι αρμυρά φύκια (Dimakis)
- ⓑ (form mostly αλμυρός) fig daring, shocking, obscene, filthy (syn πικάντικος, σόκιν, τολμηρός, αισχρός):
- αλμυρά αστεία |
- τα αλμυρά καλογερικά χωρατά (Papatsonis) |
- άμιλλα ποιος να πει τα πιο αλμυρά ανέκδοτα (Palaiologos)
- ③ fig high, excessive, stiff, of prices or bills (syn τσουχτερός, υπερβολικός, υψηλός):
- αλμυρή τιμή (syn υπερβολική τιμή) |
- οι τιμές στα μεγάλα καταστήματα είναι αλμυρές |
- τα καμπαρέ έχουν πολύ αλμυρές τιμές |
- ~ λογαριασμός high bill (syn τσουχτερός λογαριασμός)
- ⓒ high-priced, very or too expensive, costly, dear (syn πολύ ακριβός, πανάκριβος, τσουχτερός, L υπερτιμημένος):
- το τάδε πράγμα είναι λίγο αρμυρό |
- το κρασί είναι καλό, αλλά αρμυρό |
- αλμυρά τα πρώιμα φρούτα |
- τα 'χεις λιγάκι αλμυρά τα πορτοκάλια
- ⓓ synecd about merchants, setting & keeping high prices, expensive, overpricing, overcharging:
- εκείνος ο έμπορος είναι πολύ ~ |
- ο ράφτης σου είναι αρμυρός στα ραφτικά, αλλά κάνει καλή δουλειά [fr MG αλμυρός (& αρμυρός) ← K (cf àνάλμυρος, âξάλμυρος, Ξφάλμυρος
[Diosc., Eustathius]), PatrG (ἁλμυρο-cpds) ← AG ἁλμυρός]
- ① saline, salt, briny (syn αλατούχος):