Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλμπάνης ο [albánis] Ο11 θηλ. αλμπάνισσα [albánisa] Ο27α : 1.(παρωχ.) πεταλωτής. 2. (μτφ., οικ.) άπειρος και αδέξιος: Aυτός ο κουρέας / ο γιατρός είναι ~.
[τουρκ. nalbant (από τα περσ.) -ης με αποβ. του αρχικού [n] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-nal > tonal > to-nal] και με ανομ. αποβ. [mb-nd > mb-n] · αλμπάν(ης) -ισσα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλμπάνης [albánis] ο,
- ① horseshoer, farrier, blacksmith (syn πεταλωτής):
- folkt ζυγώνει τον αλμπάνη και σηκώνει το πόδι της το πισινό και του λέει |
- βάλε μου κ' εμένα ένα καρφί στο πόδι μου (Loukatos) |
- ο ήρωας ξεκρεμάει από τον τοίχο την προσωπογραφία ενός ενδόξου προγόνου του σπιτιού και στη θέση της βάνει τη μεγέθυνση ενός αλμπάνη φουστανελά (Athanasiadis-N)
- ② incompetent physician or surgeon:
- (αυτός ο γιατρός) είναι ~ |
- αυτός ο ~ έκαμε την εγχείρηση; |
- η θεια Kαλή πήγε για ν' ανταμώσει έναν αλμπάνη, φημισμένον για τα γιατροσόφια του (Bastias)
[fr Turk nalband 'blacksmith, farrier' ← Pers]
- ① horseshoer, farrier, blacksmith (syn πεταλωτής):