Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλματώδης -ης -ες
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλματώδης -ης -ες [almatóδis] Ε11 : για κτ. που εξελίσσεται με ταχύτατο ρυθμό, που κάνει άλματα· ραγδαίοςβ: H ανάπτυξη του τουρισμού ήταν ~ κατά τις τελευταίες δεκαετίες. H υγεία του παρουσίασε αλματώδη βελτίωση / επιδείνωση. H αύξηση των τιμών δε συγκρατείται, είναι ~. H επιστήμη έκανε αλματώδεις προόδους τον εικοστό αιώνα. αλματωδώς ΕΠIΡΡ: H βιομηχανία εξελίσσεται ~.

[λόγ. αλματ- (άλμα) -ώδης μτφρδ. αγγλ.(;) by leaps and bounds· λόγ. αλματώδ(ης) -ώς]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλματώδης, -ης, -ες [almató∂is]
  • happening by leaps & bounds, rapid, swift (syn in αλματικός 2):
    • ~ άνοδος των εργασιών |
    • ~ ανάπτυξη |
    • ~ πορεία προς την αναγέννηση της χώρας |
    • ~ εξέλιξη, e.g. η ~ εξέλιξη της επιχειρήσεως |
    • ~ αύξηση του αναστήματος (Poulianos) |
    • η ~ αύξηση της τιμής των οικοπέδων (Palaiologos) |
    • ~ άνοδος του δείκτη των εγκλημάτων |
    • η ~ πρόοδος της μηχανής |
    • η ~ εκβιομηχάνιση |
    • αλματώδη πρόοδο σημείωσε η λαϊκή εκπαίδευση |
    • το ξεκίνημα για την αλματώδη κατάκτηση των νέων κλασικών μορφών στις μετόπες (Despinis)

[der of άλμα w. suff -ώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες