Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλόφωνο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλλόφωνο το [alófono] Ο42 : (γλωσσ.) καθεμία από τις δύο ή περισσότερες ποικιλίες του ίδιου φωνήματος, οι οποίες αρθρώνονται και ακούγονται διαφορετικά: Tο φώνημα /x/ έχει στα νέα ελληνικά δύο αλλόφωνα: [x] (χαρά) και [] (χέρι).

[λόγ. < γαλλ. allophone < allo- = αλλο- + αρχ. φων(ή) -ον (διαφ. το ελνστ. ἀλλόφωνος `αλλόγλωσσος΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλόφωνος, -η, -ο [alófonos] (L)
  • speaking another language, of foreign speech (syn in αλλόγλωσσος):
    • οι αλλόφωνες ομάδες της Eλλάδος |
    • και εν μέσω των αλλοφώνων ημιβαρβάρων εβγάζαν την ελληνιστική κραυγή τους επί του λίθου λαξευτή (Papatsonis) |
    • poem δεν άκουσες τους Φράγκους τους αλλόφωνους (Zevgoli)

[fr K ἀλλόφωνος 'id.']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες