Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλλόφυλος, επίθ.
-
- 1) Που ανήκει σε άλλο είδος ζώων:
- (Aιτωλ., Mύθ. 105).
- 2) Που ανήκει σε άλλη φυλή και θρησκεία:
- διά να δώσουν πόλεμον μ’ αυτούς τους αλλοφύλους (Διακρούσ. 9115).
[αρχ. επίθ. αλλόφυλος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που ανήκει σε άλλο είδος ζώων:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλόφυλος -η -ο [alófilos] Ε5 : που ανήκει σε διαφορετική φυλή και, με επέκταση, σε διαφορετικό έθνος.
[λόγ. < αρχ. ἀλλόφυλος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλόφυλος1 [alófilos] ο, gen αλλόφυλου & αλλοφύλου,
- person of another race, foreigner (syn ο αλλοεθνής, ο ξένος, ant ο ομόφυλος):
- τούτος δω ο ~ βόρειος φαίνεται |
- είδαν στο πρόσωπο αυτού του αλλοφύλου να συγκεντρώνεται όλη η ναυτική παράδοση της βρεταννικής φυλής (Karagatsis) |
- ας υποθέσουμε πως διαβάζει τον Aκάθιστο ύμνο ένας αλλόθρησκος, ένας ~ (Panagiotop) |
- Pωμιοί και αλλόφυλοι δουλεύουν και μοχθούν με τον ίδιο ρυθμό (id.) |
- ξέρε το |
- δεν πολεμούμε τον αλλόφυλο, πολεμούμε αδερφός τον αδερφό (Prevelakis) |
- εγύρισε με ολίγα χρήματα, το πρώτο ζυμάρι από αλλοφύλους (Polylas) |
- είχε γνωρίσει και κακούς αλλόφυλους σαν τους ληστές, το Pωμαίο τοκογλύφο ή τον Aιγύπτιο δουλέμπορο (Roufos) |
- poem εσύ, θελέσι, στέκεσαι και βλέπεις τη σπορά μας, | να την πατούν οι αλλόφυλοι και χάσκεις σα λουρίτης (Valaor)
[fr MG ο αλλόφυλος ← K ἀλλόφυλος, substantiv. m of ἀλλόφυλος]
- person of another race, foreigner (syn ο αλλοεθνής, ο ξένος, ant ο ομόφυλος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλόφυλος2, -η, -ο [alófilos]
- ① of a different tribe, race or nationality, foreign, alien (syn αλλοεθνής, ξένος ant ομόφυλος):
- αλλόφυλοι πληθυσμοί |
- ~ στρατός, ~ ορειβάτης |
- ένας αναγνώστης ~ |
- ο ~ και αλλόθρησκος δυνάστης |
- αλλόφυλες γυναίκες |
- ο γάλλος Λ. Nτ. καυτηριάζει τον αλλόφυλο πολιορκητή του Παρισιού (Palam) |
- ο B. διακρίνει πράγματα που ξεφεύγουν από τους αλλόφυλους και τους αλλόγλωσσους διδασκάλους (id.) |
- ήταν λίγοι μέσα σε εκατοντάδες χιλιάδες αλλόφυλους, αλλόγλωσσους, αλλόθρησκους λαούς (Kazantz) |
- poem ας διώξει μ' άτιμη φυγή | το αλλόφυλο ποδάρι (Markoras) |
- από δικούς και αλλόφυλους και ανθρώπους και δαιμόνους (Palam)
- ② rare pertaining to the other sex (syn ετερόφυλος, ant ομόφυλος 'pertaining to the same sex')
[fr MG αλλόφυλος ← PatrG ἀλλόφυλος ← AG, K]
- ① of a different tribe, race or nationality, foreign, alien (syn αλλοεθνής, ξένος ant ομόφυλος):