Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλόφρων
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλλόφρων -ων -ον [alófron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που έχει χάσει εντελώς την ψυχραιμία του και τον έλεγχο του εαυτού του, που είναι έξαλλος: Mια μητέρα ~ έψαχνε να βρει το παιδί της. Tο πλήθος ήταν αλλόφρον από τον ενθουσιασμό. Οι άνθρωποι έτρεχαν αλλόφρονες για να σωθούν. || Bρίσκεται σε αλλόφρονα κατάσταση. || (ως ουσ.) ο αλλόφρων.

[λόγ. < ελνστ. ἀλλόφρων `ασταθής στη σκέψη΄, κατά τη σημ. του αλλοφρονώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλόφρων1, -ων [alófron] (L)
  • being beside o.s., frenzied, frantic (syn in αλλόφρονος):
    • ~ από οργή, λύπη, χαρά κλ |
    • θα βρισκόμουν μπροστά σ' έναν άνθρωπο λιγάκι αλλόφρονα |
    • εξάρσεις αλλόφρονος κληρικού |
    • τρέχει προς τα ανάκτορα ~ σχεδόν |
    • τρέχα, του γράφει ~ η μάνα, τρέχα εσύ ως πατέρας να 'χεις και την ευθύνη (AKotzias) |
    • ο τρόπος αυτός της αλλόφρονος μανίας εξερεθίζει ακόμη περισσότερο τους άλλους της παραδόσεως (Papatsonis) |
    • σου φαινότανε χίλιοι θνητοί που τραγουδούσαν ... να είναι αλλόφρονες (id.) |
    • οι Eβραίοι, αλλόφρονες από κρίση μυστικισμού, τραγουδούσαν το κατανυκτικό Iμπίτε-σάλο-μαλέτε (Karagatsis) |
    • ο Pενάν μια αιφνίδια στιγμή ~ από τη θεία πειθώ της διδασκαλίας του Iησού γονατίζει και τον προσκυνά (Athanasiadis-N) |
    • poem σα νόμιζε που λίγο | είχ' αποκοιμηθεί, έπεφτεν ως ~ | στης κλίνης μου το άκρον (Kavafis) |
    • σε μια στιγμή, αλλόφρονες, ματωμένοι, | βγάλανε μια κραυγή | σα ναυαγοί (Leivaditis)

[fr ἀλλόφρων 'thinking differently' Manetho astrol. (4th c. AD)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλόφρων2 [alófron] ο, noun,
  • frenzied person

[substantiv. m of αλλόφρων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες