Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλόφρονα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αλλόφρονα [alófrona] adv,
  • in frantic passion, in frenzy, frantically (syn με αλλοφροσύνη, έξαλλα):
    • μάνα μου!, φώναξε ~ |
    • ο Στέφανος ολοένα πηδούσε ~ (Venezis) |
    • poem στο ξημέρωμα του μύθου, τόσο ~ υψωμένο, | φάσμα από νερό κι αγέρα σου έχει πάρει (Pappas)

[der of αλλόφρονος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλλόφρονας [alófronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : αλλόφρων: Είμαι ~. Bρίσκεται σε αλλόφρονη κατάσταση. || (ως ουσ.) ο αλλόφρονας, θηλ. αλλόφρονη.

[λόγ. < ελνστ. ἀλλόφρων, αιτ. -ονα (δες στο αλλόφρων)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες