Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλόπιστος -η -ο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
αλλόπιστος, επίθ.
  • Που έχει άλλη πίστη, θρησκεία, που δεν είναι χριστιανός:
    • να εκδικηθείτε τα έθνη τα αλλόπιστα (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 321).

[<αντων. άλλος + ουσ. πίστις. H λ. τον 7. αι. (Lampe· βλ. και LBG) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλλόπιστος -η -ο [alópistos] Ε5 : (μειωτ., συνήθ. ως ουσ.) αλλόθρησκος.

[λόγ. < μσν. αλλόπιστος < αλλο- + πίστ(ις) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλόπιστος1 [alópistos] ο, gen pl αλλόπιστων & αλλοπίστων, acc αλλόπιστους & αλλοπίστους,
  • person of another creed (faith) or religion, often in pl (syn in αλλόδοξος):
    • οι γείτονές μας είναι αλλόπιστοι |
    • βρε τον αλλόπιστο δουλειά που μου σκάρωσε! (D, Dimitrakos) |
    • ξένος δεν είναι μοναχά ο ~ ή ο αλλόφυλος (Dimaras) |
    • δεν ήξερες αν τον δοξολογούσε τον αλλόπιστο ή τον κατέκρινε (Plaskovitis) |
    • στο σηκωμό του εξηνταέξι ... στενεύτηκε να σφάξει τη χανούμη και τη θυγατέρα του, για να κάμει γιουρούσι εκείνος με το σπαθί στο χέρι μέσ' απ' τους αλλόπιστους (Prevelakis) |
    • η υπεροπτική στάση των μουσουλμάνων απέναντι των αλλοπίστων αποτυπώνεται και σ' αυτήν ακόμη την εξωτερική περιβολή (Vacalop) |
    • οι τοιχογραφίες του ναού έχουν λογχισθεί από αλλοπίστους (Varelas)

[substantiv. m of αλλόπιστος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλόπιστος2, -η, -ο [alópistos]
  • being of another faith or religion, usu non-Christian (syn αλλόδοξος, αλλόθρησκος, ant ομόδοξος, ομόθρησκος, ομόπιστος, near ant χριστιανός):
    • αλλόπιστη φυλή |
    • αυτός είναι ~, Φράγκος |
    • προτιμούν την κυριαρχία των Bενετών ή και των άλλων Eυρωπαίων από των αλλόπιστων Tούρκων (Vacalop) |
    • κάτω στον Άδη σέρνανε πίσω τους για ξαγορά πάνω από διακόσιες αλλόπιστες ψυχές (Prevelakis) |
    • poem δείχνεστε ... ίδιες πάντα | στο διάβα των αλλόπιστων και ξένων αντρειωμένων (Palam) |
    • τ' αναιδή τέκνα κι αλλόπιστα της μυσαράς Φραγκιάς | έρχονται με καράβια κλ (Dallas) |
    • τι να πεις | όταν ο φόβος που συνέχει μέγας | είναι των ομοδόξων χριστιανών | κι όχι των αλλοπίστων Iουδαίων (Sarantis)

[fr MG αλλόπιστος ← PatrG, ByzG ἀλλόπιστος, cpd w. πίστις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες