Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλόκοτος -η -ο [alókotos] Ε5 : για κπ. ή για κτ. που παρεκκλίνει από ό,τι είναι συνηθισμένο ή από ό,τι είναι σωστό ή λογικό· παράξενος: Είναι ~ άνθρωπος. Έχει αλλόκοτη εμφάνιση / αλλόκοτο βλέμμα / αλλόκοτη συμπεριφορά. Tι αλλόκοτη ιδέα είναι αυτή που σου ήρθε; Είδα ένα αλλόκοτο θέαμα / όνειρο.
αλλόκοτα ΕΠIΡΡ: Mε κοιτούσε ~. Mιλούσε ~. [λόγ. < αρχ. ἀλλόκοτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλόκοτος, -η, -ο [alókotos] (L)
- ① unusual (unnatural or extraordinary), very different, strange, peculiar, odd, queer, weird, quaint, bizarre (syn πολύ διαφορετικός, ασυνήθιστος, εκκεντρικός, ιδιόρρυθμος L, παράξενος):
- ~ άνθρωπος |
- ένας ~ ξένος |
- αλλόκοτη γυναίκα |
- αλλόκοτα παιδιά |
- αλλόκοτο πράγμα |
- είναι κάτι αλλόκοτο |
- κάτι αλλόκοτο συμβαίνει |
- αλλόκοτο ντύσιμο των Aσιατών |
- αλλόκοτο σώμα |
- αλλόκοτα χαρακτηριστικά |
- αλλόκοτη ιδέα fantasy; αλλόκοτες ιδέες quaint ideas |
- αλλόκοτη ιστορία strange tale |
- ~ χαρακτήρας |
- ~ καιρός peculiar weather |
- τόπος ~ και μακρινός |
- αλλόκοτη εποχή |
- ~ αιώνας |
- αλλόκοτη ατμόσφαιρα |
- αλλόκοτα λόγια |
- με τρόπον αλλόκοτο (syn αλλόκοτα) |
- αλλόκοτο θέαμα |
- αλλόκοτο περιστατικό (or επεισόδιο) bizarre incident |
- αλλόκοτο σπίτι |
- ένας κόσμος ~ |
- παράξενο και αλλόκοτο σχήμα |
- μια αλλόκοτη εικόνα, e.g. μια αλλόκοτη εικόνα ήρθε στο νου μου |
- αλλόκοτο όραμα |
- αλλόκοτα μυστικά |
- αλλόκοτη και σκοτεινή μαγεία |
- αλλόκοτη μουσική, αλλόκοτη ομιλία |
- αλλόκοτο βλέμμα |
- αλλόκοτα μάτια |
- παίρνουν αλλόκοτες όψεις |
- αλλόκοτη ζωή |
- πλάση αλλόκοτη, αλλόκοτα πλάσματα |
- δυο υπάρξεις αλλόκοτες |
- η αλλόκοτη παρέα του |
- ένα αλλόκοτο τέρας |
- αλλόκοτη ιδιοσυγκρασία |
- φωνές αλλόκοτες |
- λέξεις που αναδίνουν ήχο αλλόκοτο |
- οι αλλόκοτοι καθρέφτες στα λουναπάρκς |
- έργο αλλόκοτο, φανταστικό |
- ένα αλλόκοτο σατιρικό έργο |
- ~ μύθος |
- αλλόκοτη και περίεργη τεχνοτροπία |
- αλλόκοτο περιεχόμενο |
- ένα αλλόκοτο σκίτσο περιοδικού |
- αλλόκοτες ζωγραφιές |
- αλλόκοτα κεντήματα και ξόμπλια |
- αλλόκοτο παιχνίδι της μοίρας |
- δεν έχουνε αλλόκοτους σκοπούς στο κεφάλι τους |
- αλλόκοτη εκδοχή |
- μια αλλόκοτη σιωπή |
- μια παράνομη αλλόκοτη αγάπη |
- μια αλλόκοτη χαρά, μια αλλόκοτη ανησυχία |
- νιώθω μια αλλόκοτη λαχτάρα |
- νιώθω αλλόκοτη ευφροσύνη |
- gnom η αλήθεια είναι πάντα αλλόκοτη (Vrettakos) |
- σπάνια ομορφιά έχει κάτι το αλλόκοτο στις αναλογίες της (id.) |
- άλλες χώρες μυθικές, αλλόκοτες, γιγαντεμένες (Palam) |
- ένα όνειρο της νύχτας παράξενο ..., με μιαν αλλόκοτη ηδονή στο βάθος του (id.) |
- μιαν αλλόκοτη πράξη δεν κατόρθωνε να κάμει (Psichari) |
- την κοίταζε με μιαν αλλόκοτη προσοχή (Xenop) |
- το αλλόκοτο, το ανεξήγητο ενδιαφέρον του Πόπου (id.) |
- σταμάτησε η καρδιά τους από φόβο αλλόκοτο (Vlachogiannis) |
- στα πρόσωπα ξεχύθηκε αλλόκοτη λάμψη (Kazantz) |
- αλλόκοτη μέθη σε κυριεύει· και το πιο ασήμαντο περιστατικό ... σου δίνει δυσανάλογα έντονη ταραχή και συγκίνηση (id.) |
- οι ήρωες ανεβαίνουνε σαν αλλόκοτα μετέωρα, για να πάρουνε τη θέση τους στο στερέωμα των αιωνίων αξιών (Melas) |
- θα έβλεπαν αλλόκοτο όνειρο, μια φαντασμαγορία (Panagiotop) |
- δεν ήταν οι θεοί τους αλλόκοτα, τερατόμορφα όντα (Theodorakop) |
- το αλλόκοτο παιχνίδι της στιχουργικής πεζολογίας (Theotokas) |
- το μεσαίωνα τον βλέπει ο Mισλέ σαν ένα καθεστώς αλλόκοτο και τερατώδες (Kanellop) |
- αλλόκοτες είναι οι σχέσεις Bουλής και Tύπου (Athanasiadis-N) |
- αλλόκοτη ελευθερία αλήθεια ... η ελευθερία της εξουσίας (id.) |
- με κοιτάζει με μια αλλόκοτη έκπληξη στα μάτια (Kokkinos) |
- η ομορφιά της είχε αλλόκοτο φως (Bastias) |
- μας ιστορούσε τα όσα θαυμαστά κι αλλόκοτα είδε (Petsalis-D) |
- poem μήτε αλλόκοτο το πράμα, παν εσύφθασες να κρύψης |...| το σωρό του χρυσαφιού σου (Solom) |
- ... πώς άραγε βουλήθη | καλέστρα τόσο αλλόκοτη να κάμει ο βασιλέας (Markoras) |
- του πέπλου της του ολόσυρτου τ' αλλόκοτ' άνθη | κι ακόμα πιο αλλόκοτα σ' αυτόν απάνου (Palam) |
- είπεν αυτά ο ~ κι ο μυστικός ο κράχτης (id.) |
- στάθηκε ορθός. Tου αντίφεγγεν | αλλόκοτη μια δύση (Melachrinos) |
- η αλλόκοτή μας γύμνια | σύμβολο άλλης ομορφιάς (Skipis) |
- θα γίνω η νέα κι αλλόκοτή του Eλένη (Stavrou Ar)
- ⓐ grotesque:
- δύο αντίμαχα στοιχεία ..., ωραίο και αλλόκοτο (Palam)
- ② overdaring, irrational (syn άλογος 2, παράλογος):
- αλλόκοτα λόγια, αλλόκοτες σκέψεις
[fr AG ἀλλόκοτος through K & ByzG *ἀλλόκοτος]
- ① unusual (unnatural or extraordinary), very different, strange, peculiar, odd, queer, weird, quaint, bizarre (syn πολύ διαφορετικός, ασυνήθιστος, εκκεντρικός, ιδιόρρυθμος L, παράξενος):