Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλόκοτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλλόκοτα [alókota] adv
  • in a strange way, queerly, oddly, peculiarly (syn με τρόπον αλλόκοτο, ασυνήθιστα, ιδιότροπα, παράδοξα, παράξενα):
    • ντύνεται ~, περπατάει ~ |
    • μίλησε ~ |
    • γύρισε και τον κοίταξε ~ |
    • παραμορφωμένο ~ το πρόσωπο |
    • η φωνή έπαιρνε ~ βαθιές απηχήσεις (Drosou) |
    • αυτός ο λόγος χτύπησε το γέρο ~ (Vlachogiannis) |
    • πάρ' το, του είπε, με φωνή ~ επίσημη, σηκώνοντας το πεθαμένο της μικρό (Melas) |
    • η κυπριακή γλώσσα ~ στ' αφτιά του ξένου αντηχεί (Panagiotop) |
    • poem για σε σπαράζει πιο γλυκά | κι ~ η καρδιά μου (Iakovidi)

[der of αλλόκοτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες