Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλόκοτα [alókota] adv
- in a strange way, queerly, oddly, peculiarly (syn με τρόπον αλλόκοτο, ασυνήθιστα, ιδιότροπα, παράδοξα, παράξενα):
- ντύνεται ~, περπατάει ~ |
- μίλησε ~ |
- γύρισε και τον κοίταξε ~ |
- παραμορφωμένο ~ το πρόσωπο |
- η φωνή έπαιρνε ~ βαθιές απηχήσεις (Drosou) |
- αυτός ο λόγος χτύπησε το γέρο ~ (Vlachogiannis) |
- πάρ' το, του είπε, με φωνή ~ επίσημη, σηκώνοντας το πεθαμένο της μικρό (Melas) |
- η κυπριακή γλώσσα ~ στ' αφτιά του ξένου αντηχεί (Panagiotop) |
- poem για σε σπαράζει πιο γλυκά | κι ~ η καρδιά μου (Iakovidi)
[der of αλλόκοτος]
- in a strange way, queerly, oddly, peculiarly (syn με τρόπον αλλόκοτο, ασυνήθιστα, ιδιότροπα, παράδοξα, παράξενα):