Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλόδοξος -η -ο [alóδoksos] Ε5 : που ακολουθεί διαφορετικό χριστιανικό δόγμα, σε σχέση κπ. άλλον· ετερόδοξος. ANT ομόδοξος. || (ως ουσ.) ο αλλόδοξος.
[λόγ. < ελνστ. ἀλλόδοξος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλόδοξος1 [aló∂oksos] ο,
- individual of another creed (faith) or religion, often in pl αλλόδοξοι οι, (syn αλλόπιστος, ετερόδοξος, near-syn αλλόθρησκος, ant ομόδοξος, near-ant ομόθρησκος):
- ο ξένος και ο ~ που θα τύχαινε μπροστά στα εκκλησιαστικά ιδιότυπα θα τα έβλεπε σαν λαογραφικά φαινόμενα (Loukatos) |
- άγγελος πρωτοστάτης μεταδίδει σε χριστιανούς και αλλόδοξους κηρύγματα αγάπης (Palaiologos) |
- η Kωνσταντινούπολη παρουσίαζε και εποχή θεολογικών συζητήσεων, επαφών και εκδηλώσεων φιλίας ή αντιδράσεων ορθοδόξων προς αλλόδοξους (Pallas) |
- λιποτάχτες κι αλλόδοξοι και προς τη Pώμη αντίγνωμοι φανερώθηκαν πια οι λεγεωνάριοι τούτοι (Panagiotop)
[substantiv m of αλλόδοξος2]
- individual of another creed (faith) or religion, often in pl αλλόδοξοι οι, (syn αλλόπιστος, ετερόδοξος, near-syn αλλόθρησκος, ant ομόδοξος, near-ant ομόθρησκος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλόδοξος2, -η, -ο [aló∂oksos]
- being of another religious dogma, heterodox (syn ετερόδοξος, near-syn αλλόθρησκος, ant ομόδοξος, ορθόδοξος):
- αλλόδοξοι λαοί |
- αλλόδοξη κυρίαρχη δύναμη (sc των Σουλτάνων) (Palaiologos) |
- καταπιέσεις των αλλόδοξων κατακτητών (Vacalop)
[fr K, PatrG ἀλλόδοξος, cpd w. δόξα 'doctrine, belief']
- being of another religious dogma, heterodox (syn ετερόδοξος, near-syn αλλόθρησκος, ant ομόδοξος, ορθόδοξος):