Παράλληλη αναζήτηση
163 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλλό [aló] adv (sp. also αλό)
- hello (on telephone) (syn εμπρός, ορίστε, λέγετε):
- ~, ~, μιλήστε δυνατά, παρακαλώ, δε σας ακούω
[fr Eng hello (variants hallo, hollo) ← MF hola 'ahoy there']
- hello (on telephone) (syn εμπρός, ορίστε, λέγετε):
- αλλο- [alo] & αλλό- [aló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : η αντωνυμία άλλος ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ.: 1. προσδίδει στο προσδιοριζόμενο τη σημασία του όχι ίδιος, διαφορετικός. ANT ομο-: αλλόγλωσσος, αλλόδοξος, αλλόθρησκος, αλλόφυλος. || όχι από το ίδιο μέρος· ξενο-: ~φερμένος, αλλόφερτος. 2. (επιστ.) συχνά εκφράζει: α. την αντίθετη έννοια των ομοιο-, αυτο-: ~παθητική, ~πλασία. β. παραλλαγή μέσα σε μία δομημένη ομάδα: αλλόφωνο.
[1: αρχ. ἀλλο- θ. του επιθ. ἄλλο(ς) ως α' συνθ. & λόγ. < αρχ. ἀλλο- `ένας ακόμη, διαφορετικός, (πληθ.) οι υπόλοιποι΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἀλλό-γλωσσος, ελνστ. ἀλλό-δοξος, μσν. αλλό-πιστος· 2: λόγ. < διεθ. allo- `παραλλαγή μέσα σε δομημένη ομάδα΄ < αρχ. ἀλλο-: αλλο-γενετικός < αγγλ. allogenic, αλλό-φωνο < γαλλ. allophone]
- αλλο- [alo] 1st me of cpds
- :
- αλλόγνωμος, -εθνής, αλλόθρησκος, -κεντρικός, -παίρνω, -παρμός, αλλόφρενος, αλλόφωνος
- etc.
- άλλο1 [álo] adv (in quantity)
- still more, (in time) longer; w. negation, no more, not any more, no longer (syn περισσότερο, πια, ακόμη, επιπλέον):
- όχι ~ no more |
- να 'ταν κι ~! if only there were more! |
- θέλεις κι ~; do you want more (than you have [had])? |
- δε θέλω ~ I don't want any more |
- δεν τρώω ~, δεν έφαγα ~, δεν εδιαβάσαμε ~ |
- μη βαράς ~ |
- να μη φας πια ~ |
- δεν άντεχε (αντέχανε) ~ |
- δε βάσταξε ~ |
- δεν είπε ~ |
- δε μιλήσανε (δε μίλησαν) ~ |
- δεν έκλαψε ~ |
- εγώ φεύγω, δεν κάθουμε ~ |
- δεν μπορούσα να κάτσω ~ |
- δεν μπορούσε να εργαστεί ~ |
- ~ δεν πήγαινε τοπράμα |
- δεν μπορούσαν να ζήσουν ~ |
- folkt δεν θα με ξεγαλάσης ~ πια (Megas) |
- πέσαν να κοιμηθούνε δίχως να νοιαστούν ~ γι' αυτόν (ib) |
- δεν γίνεται πια να μείνω ~ (Myriv) |
- δεν υπόφερνε ~ την προσποίηση (Panagiotop) |
- δε θα μπορούσε να το τραβήξη ~ αυτό το μαρτύριο (id.) |
- δεν παίρνει πια ~ το κακό, δεν έχει μείνει πια θέση για άλλες δυστυχίες (Petsalis-D) |
- παρακαλεί να μην καταστραφή ~ το κάστρο τους (Venezis) |
- το καλό που του 'χε κάμει μια φορά δεν το λογάριαζε ~ (Bastias) |
- μίλησε κι ~ ήρεμα και σοφά (Roufos) |
- δε θα προχωρήσω ~ σε λεπτομέρειες |
- ο τόπος τού έγινε μαρτυρικός και δεν τόνε χωρούσε ~ (Manglis) |
- rembetiko song ξεχείλισαν τα σπλάχνα μου και δε χωράει ~ (IPetrop) |
- poem δεν ήταν ~ βολετό | να ξαναγείρης κάτου (Markoras) |
- αχ, γιε μου, γιε μου, γιόκα μου, δε δύναμαι ~ η έρμη (Ritsos) |
- α, ποτέ τον Πόλεμο ~ σπίτι μου δε θα δεχτώ (σπίτι μου = στο σπίτι μου) (Stavrou Ar) |
- κοριτσάκι μου, | ονειρέψου | κι ~ (MKriezi)
[fr MG adv άλλο (also άλλον) 'more, in addition, any longer', which is n of adj άλλος]
- still more, (in time) longer; w. negation, no more, not any more, no longer (syn περισσότερο, πια, ακόμη, επιπλέον):
- άλλο2 [álo] το,
- the other one (animate or inanimate), other thing (syn άλλο πράγμα):
- βάζω το ένα απάνω στο ~ I place the one on top of the other |
- ~ ο νόμος και ~ το δίκιο |
- ~ χορός και ~ σωμασκία |
- υπάρχουν (or βρίσκονται) κι άλλα there's plenty more |
- διάφορα άλλα |
- δεν έχω άλλα that's all I have; that's all I can afford |
- οι καλικάντζαροι δεν είναι ~ παρά φαντασία the k. are nothing else but fancy |
- ~ δεν κάνουν παρά να διασκεδάζουν |
- δε μένει ~ παρά να παραδοθούνε |
- προσπαθεί να φαίνεται ~ απ' αυτό που είναι |
- | idiom phrases |
- ~ το 'να, ~ τ' ~the two cases are different |
- το 'να φέρνει το ~ one thing leads to another |
- ή το ένα ή το ~ είναι σωστό either the one or the other is correct |
- το ένα με το ~ κοστίζουν τόσο average they cost so much |
- ~ που δεν ήθελε it is just what he wanted |
- κάθε ~! (emphatic denial) anything but (that), far fr it, not in the least, by no means (syn όχι καθόλου) ; also κάθε ~ μάλιστα or κάθε ~ παρά (same meaning) |
- ερμητισμός; κάθε ~! δε ζούμε πια σε τέτοιο αιώνα (Panagiotop) |
- κατά τα άλλα (s. άλλα, τα) |
- χωρίς ~ or δίχως ~ (also το δίχως ~) it can't be otherwise, without fail, no doubt, w. certainty (syn αναμφισβήτητα, ασφαλώς, εξάπαντος; the phr also MG) |
- θα φύγω αύριο χωρίς ~ |
- να φέρεις χωρίς ~ τα λεφτά που μου χρωστάς |
- θα σε σκοτώσουν δίχως ~ |
- θα ξέρης δίχως ~ την ιστορία του λαγού (Sfakianakis) |
- poem ~ ~από το κύμα | σαν τη μάνα σου θα βγω (Markoras) |
- το δίχως ~ θα τα μοσχοπούλησε απάνω στο χωριό (Chatzianagnostou) |
- το δίχως ~ θα βαστάη η ράτσα του από κείνους τους ιερούς γάτους (Myriv) |
- η ζωή μας θα γίνη όνειρο το δίχως ~ κάποτε (Panagiotop) |
- άλλα λέει κι άλλα κάνει he doesn't do what he says, says one thing and does another, he is inconsistent, unreliable |
- prov άλλα λογαριάζει ο γάιδαρος κι άλλα ο γαϊδουριάρης man proposes, God disposes (cf L άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει) |
- το ένα τού μυρίζει και τ' ~ τού βρωμά he is never pleased, is an odd person |
- άλλα των αλλών or των άλλω ab hoc et ab hac (syn ανοησίες, ασυναρτησίες, or πράγματα άσχετα στο κύριο θέμα) |
- μπερδευόταν η γλώσσα του κ' έλεγε άλλα των άλλω (Myriv) |
- άλλα είν' τ' άλλα | κι ~ της (μεγάλης) Παρασκευής το γάλα! |
- | In lit |
- το έργο που σχεδίαζα δεν ήταν ~ παρά το καθρέφτισμα του πόθου αυτού (Melas) |
- ~ ένας κωβιός κι ~ ένα δελφίνι (Myriv) |
- νεκροθάφτες, παπάς, δικαιώματα εκκλησίας, το 'να τ' ~ πεντακόσιες δραχμές (id.) |
- απάνου στα χαμηλώματα δε φυτρώνει ~ από κρίταμα και αρμυρήθρες (Kontoglou) |
- επισκέπτονται ορυχεία, τράπεζες, οργανισμούς κοινωνικής ωφελείας και άλλα τέτοια (AKaranikolas) |
- poem πολεμώντας, άλλα διώχνεις, | άλλα παίρνεις, άλλα καις (Solom) |
- εβγήκε στο ξέφωτο | με τούτα και μ' άλλα (Markoras) |
- όλος δεν είμαι ~ από μια φωνή, που κλαίει στη μοναξιά (Panagiotop) |
- από τον εαυτό μας ~ να 'μαστε δε μπορούμε (Frangiadi)
[fr MG, substantiv. n of adj άλλος]
- the other one (animate or inanimate), other thing (syn άλλο πράγμα):
- αλλογαμία [aloγamía] η, bot
- cross-fertilization, allogamy (ant αυτογαμία)
[cpd w. γάμος & suff -ία; cf ετερογαμία, κοινογαμία, μονογαμία etc]
- αλλογενείς [aloyenís] οι,
- people of other races or nationalities, the foreigners (syn οι ξένοι):
- η συμβίωση με ~ και αλλόθρησκους (Papatsonis) |
- άπειροι ~ και αλλόεθνοι εξελληνίσθηκαν (Floros)
[fr MG αλλογενής ← K; also noun (τινές αλλογενείς) MG]
- people of other races or nationalities, the foreigners (syn οι ξένοι):
- αλλογενής, επίθ.
-
- Που ανήκει σε άλλο γένος, σε άλλη φυλή, ξένος:
- αλλογενείς τες χώρες σου κουρσεύουν (Aχιλλ. L 102).
[μτγν. επίθ. αλλογενής]
- Που ανήκει σε άλλο γένος, σε άλλη φυλή, ξένος:
- αλλογενής -ής -ές [alojenís] Ε10 : που ανήκει σε διαφορετική φυλή, σε διαφορετικό έθνος σε σχέση με κπ. άλλον. ANT ομογενής. || (ως ουσ.) ο αλλογενής.
[λόγ. < ελνστ. ἀλλογενής]
- αλλογενής, -ής, -ές [aloyenís]
- ① of another race or nation, foreign (syn αλλοδαπός, αλλοεθνής, αλλόφυλος, ξένος):
- γίνεται μια μεγάλη ομαδική προσπάθεια για να συνδυαστή η ισλαμική Aνατολή με το ρυθμό της τεχνικής του 20ού αιώνα. Ως ποιο σημείο θα επιτύχη η εναρμόνιση αυτή από στοιχεία τόσο αλλογενή δεν μπορούμε να το ξέρουμε (Theotokas) |
- (η ισπανική) πλησιέστερη από κάθε άλλη νεολατινική γλώσσα προς τη μητέρα της λατινική, πλουτισμένη από τα διάφορα αλλογενή στοιχεία, απόκτησε μια σοβαρότητα κλ (Papatsonis)
[fr MG αλλογενής ← K; also noun (τινές ἀλλογενεῖς) MG]
- ① of another race or nation, foreign (syn αλλοδαπός, αλλοεθνής, αλλόφυλος, ξένος):