Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλουβιακός, -ή, -ό [aluviakós] (L) geol
- alluvial (syn αλλούβιος a):
- αλλουβιακές αποθέσεις alluvial deposits
[der of αλλούβιον]
- alluvial (syn αλλούβιος a):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλούβιον [alúvion] το, (& αλλούβιος, η) (L) geol
- holocene or recent epoch (syn αλλούβιος b)
[fr Lat alluvium]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλούβιος, -ος [alúvios] gen αλλουβίου, (L) geol
- alluvial:
- ψαμμιτικό πέτρωμα αλλουβίου προέλευσης (Poulianos)
[der of αλλούβιον]
- alluvial: