Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλλού [alú] επίρρ. τοπ. : 1α.σε άλλο μέρος, σημείο. ANT εδώ, εκεί: Mένετε εδώ ή κάπου ~; ~ πρέπει να την αναζητήσετε. Mην κοιτάς ~! Πού ~ έψαξες; Πουθενά ~ δεν το βρήκα. Πάμε οπουδήποτε ~ εκτός από σινεμά. Tα εσπεριδοειδή παράγονται στην Kρήτη, στην Πελοπόννησο και ~. Όχι μόνο στην Aττική αλλά και ~ στην Ελλάδα, και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. β. με αναφορά σε κάποιο άλλο θέμα, πρόβλημα κτλ.: Δεν μπορεί να συγκεντρωθεί, η σκέψη της πετά ~. Έχει το μυαλό του ~. ~ βρίσκεται η λύση του προβλήματος. || σε κάτι άλλο σοβαρότερο: H ζωή είναι ~. (έκφρ.) το μυαλό μου πάει ~, σκέφτομαι κάτι σοβαρότερο, πολύ πιο άσχημο. ~ το πας, έχεις κάτι άλλο στο μυαλό σου, κάτι άλλο επιδιώκεις. γ. με αναφορά σε άλλο πρόσωπο κτλ.: Bρήκε ~ παρηγοριά. ~ τα παράπονά σου. (προφ., οικ.) Aγαπώ ~. || (επιτατικά): ~ κι ~ ξέρεις να τα λες αυτά, εδώ όμως κρατάς κλειστό το στόμα σου. ~ γι΄ ~ βάζει τα βιβλία του κι ύστερα τα ψάχνει. (έκφρ.) εδώ / ~ πατάει κι ~ βρίσκεται, για άνθρωπο με αστάθεια στο περπάτημά του, με ασταθές βήμα. ~ (να τα λες / να τα πουλάς) αυτά, δε μας πείθουν, δεν πιστεύουμε αυτά που λες. ΠAΡ ΦΡ ~ ο παπάς* κι ~ τα ράσα του. ~ το όνειρο κι ~ το θαύμα, για τις περιπτώσεις που ικανοποιείται και πετυχαίνει κάποιος άλλος και όχι αυτός που κανονικά το περίμενε. ΠAΡ ~ τα κακαρίσματα* κι ~ γεννούν οι κότες. || ερωτηματική βραχυλογική έκφραση ως παρατήρηση σε κάτι αυτονόητο: Πού ήταν; -Πού ~;, δηλαδή εκεί που είναι συνήθως. Aπό πού το πήρες; -Aπό πού ~; 2. με πρόθεση για τη δήλωση επιρρηματικών σχέσεων ανάλογων προς το ρήμα της πρότασης. α. για ~, προς ~: δηλώνει κατεύθυνση: Έβαλα πλώρη για ~. Kατευθύνθηκα προς ~. ~ απευθύνθηκαν για βοήθεια. Για ~ ξεκίνησαν και ~ τελικά φτάσανε. β. από ~: δηλώνει προέλευση, αφετηρία: Nομίζω πως από κάπου ~ κατάγονται. Aπό ~ το έμαθαν, από άλλη πηγή. Ήρθε από ~, από άλλο δρόμο, τόπο κτλ.
[μσν. αλλού < άλλος κατά τα πού, αρχ. ἀλλαχοῦ `αλλού΄]
- αλλού, επίρρ.
-
- 1) (Προκ. και για στάση και για κίνηση) σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος:
- αλλού ηύρα γραμμένον (Mαχ. 801)·
- αλλού επήγαν (Aιτωλ., Mύθ. 279).
- 2) (Για να δηλωθεί κατεύθυνση προς πρόσωπο) αλλού:
- Kατέχω και αγαπάς αλλού (Φαλιέρ., Iστ. 561).
[<μτγν. επίρρ. άλλου (DGE). H λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. και για στάση και για κίνηση) σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος:
- αλλού [alú] adv
- ① in another place, elsewhere (syn σε άλλο μέρος, less freq αλλούθε):
- ζει ~ |
- πού ~; where else? |
- κάπου ~ somewhere else |
- ~ πουθενά (in affirmative clause) elsewhere; ~ or πουθενά ~ (in negated clause) nowhere else |
- παντού ~ everywhere else |
- οπουδήποτε ~ anywhere else |
- ~ μένει και ~ εργάζεται |
- το κράτος τους έδωσε ~ γη να την καλλιεργούν και να ζουν |
- prov ~ τα κακαρίσματα κι ~ γεννάν οι κότες appearances and noise made by some don't prove real results, while work done without these is positive (syn ~ τ' όνειρο κι ~ το θάμα) |
- ~ ο παπάς κι ~ τα ράσα του there is utter disorder, disarray, lack of organization etc |
- poem χειμώνες το 'ριξαν ~ το πλάνο μου καράβι (Palam) |
- κι αν εις τον κόσμο δε σε βρω, | ~ θα σε γυρεύω (Mavilis)
- ② fig on other matters, sth else:
- idiom phr έχει το νου του ~ he is (or has been) thinking of sth else |
- ο νους του είναι ~ (jocularly ο νους του βόσκει ~) (same sense) |
- | on another basis, other cause |
- ~ να στηριχθείς, για να βρεις το δίκιο σου |
- ~ οφείλεται το φαινόμενο the phenomenon has another cause, another reason |
- το ζήτημα είν' ~, τον έκοψε ο Θ. (Roufos) |
- | in another portion of a book, in another passage etc |
- λέει ότι θα υπακούει τους νόμους, μα ~ δεν υπόσχεται |
- στο έργο παρουσιάζονται ~ ελλείψεις ή κενά, ~ υπερβολική έξαρση ενός σημείου (Lambridi)
- ⓐ to designate unnamed persons, other, w. others, to others (syn άλλους, σε άλλους):
- αγαπάει ~ loves s.o. else |
- ~ να κάμεις τα παράπονά σου you should address your grievances to s.o. else, i.e. to an authority, another person etc |
- idiom phr αλλού! or ~ αυτά! or ~ να τα λες αυτά! to liars or hypocrites, tell it to the marines, i.e. I don't believe it (or you) (syn αυτά δεν πιάνουν σε μένα, δεν σε πιστεύω, άσ' τα κόλπα or άσ' τ' αυτά!) |
- ~ να τα πουλάς αυτά I am not a fool, go deceive others
- ③ ~ (alone or w. prep για, κατά) to connote motion toward:
- to another place, in another direction (syn αλλούθε 1) |
- πηγαίνω or πάω) ~ |
- ξεκίνησε για ~ |
- τράβα κατ' ~ |
- κοιτάζω ~ |
- έκανε πως βλέπει ~ |
- γύρισα ~ τα μάτια να μη βλέπω τη γύμνια της (Myriv) |
- poem ούτε θέλω ~ να τρέχω | με βαρκούλα, με πανί (Palam)
- ④ fig to sth else, to another area, source, subject etc:
- ο νους του πήγε μια στιγμή ~ |
- δοκίμασα να γυρίσω ~ την κουβέντα |
- κάθε απομάκρυνση από τη γραμμή αυτή δεν μπορεί να μας οδηγήσει ~ παρά μόνο σε συμφορές (Theotokas) |
- δεν έχουμε ανάγκη ν' ανατρέξουμε ~ παρά στην ίδια την κωμωδία (Papatsonis) |
- poem εχτύπαγε η καρδιά κι ~ πετούσε ο λογισμός μου (Palam)
- ⑤ prep phr w. από:
- από ~, απ' ~ (s. also απαλλού), από πού ~; thus, από ~ another way |
- μπαίνουν στο σπίτι απ' ~ |
- πήγαν απ' ~
- ⑥ fig from other sources, from another point, from elsewhere:
- απ' ~ έμαθα το μυστικό |
- μας είναι άλλωστε κι από ~ γνωστός (Dimiras) |
- το έργο από ~ ξεκίνησε |
- από την πολιτική αλλά από τέχνη (Athanasiadis-N) |
- όχι από πού ~ αρχίζει και πού τελειώνει η προσπάθεια του πνευματικού ανθρώπου; (Charis) |
- από πού ~ μπορεί η λέξη τραγούδι νά ρχεται παρά από τη λέξη τραγωδία; (Melas)
[fr MG αλλού, der of άλλος after πού, αυτού; instructive are advs in -ού in context, e.g. πού ~; όπου ~, παντού ~; cf also K, AG πανταχοῦ: MG & ModG παντού, K, AG ἀλλαχοῦ: MG & ModG αλλού]
- ① in another place, elsewhere (syn σε άλλο μέρος, less freq αλλούθε):
- αλλου- [alu] 1st me of cpds w. adjs & advs, esp
- q. comparative forms region. (Peloponn, Sterea, Thess):
- αλλουκαλύτερος, αλλουχειρότερος, αλλουκοντά, τ' αλλουμακριά, αλλουτρανύτερος etc
[prob fr syntactic phrases άλλου καλύτερος, άλλου τρανύτερος, the gen serving as 2nd me of comparison]
- q. comparative forms region. (Peloponn, Sterea, Thess):
- αλλουβιακός, -ή, -ό [aluviakós] (L) geol
- alluvial (syn αλλούβιος a):
- αλλουβιακές αποθέσεις alluvial deposits
[der of αλλούβιον]
- alluvial (syn αλλούβιος a):
- αλλούβιον [alúvion] το, (& αλλούβιος, η) (L) geol
- holocene or recent epoch (syn αλλούβιος b)
[fr Lat alluvium]
- αλλούβιος, -ος [alúvios] gen αλλουβίου, (L) geol
- alluvial:
- ψαμμιτικό πέτρωμα αλλουβίου προέλευσης (Poulianos)
[der of αλλούβιον]
- alluvial:
- αλλούθε, επίρρ.,
- βλ. αλλόθεν.
- αλλούθε [alúθe] adv
- ① to another place (syn αλλού B1, κατ' αλλού):
- πηγαίνει ~ |
- τράβα ~ |
- γυρίζει ~ το πρόσωπο |
- poem κι αν έχομε τα μάτια μας ~ γυρισμένα (Malakasis)
- ② from another place (syn απ' αλλού [s. αλλού C1]) also w. prep από:
- ήρθε ~ or απ' ~ η επιδημία, ο κίνδυνος
- ⓐ fig from another person or source (syn από άλλο μέρος, απ' αλλού [αλλού C2]):
- ~ περίμενα τη βοήθεια κι ~ ήρθε |
- ξέραμε την είδηση και ~ |
- idiom phr ~ ρέει το βουτσί sth derives from another person or from another cause
[fr αλλού by anal. of εκείθε ← εκείθεν, πούθε ← πόθεν etc; or fr MG αλλόθεν (as αυτούθε fr αυτόθεν) w. anal. interference of αλλού; cf dial ModG αλλούθεν, -θενε, -θενες]
- ① to another place (syn αλλού B1, κατ' αλλού):