Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλοφροσύνη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλλοφροσύνη η [alofrosíni] Ο30 : η κατάσταση του αλλόφρονα, πλήρης έλλειψη ψυχραιμίας και αυτοελέγχου: ~ κατέλαβε το πανικόβλητο πλήθος. Tον βρήκα / βρίσκεται σε κατάσταση αλλοφροσύνης.

[λόγ. < ελνστ. ἀλλοφροσύνη]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοφροσύνη [alofrosíni] η, (L)
  • mental alienation, frenzy, mania (near-syn παραφροσύνη):
    • η ~ του σήμερα, ~ των χρόνων μας, ~ των χτεσινών ανθρώπων |
    • η ~ του κοινού για τον ηθοποιό |
    • παθολογική ~, ~ των παθών |
    • διονυσιακή ~ |
    • χρησμοδοτική ~ |
    • τυφλή ~, αληθινή ~, ένθεη ~ |
    • σκηνή αλλοφροσύνης, κατάσταση αλλοφροσύνης |
    • τρέχει με ~ |
    • ~ του πόνου, ~ του εγωισμού |
    • ξεφώνιζε με ~ |
    • τραγουδεί και χορεύει την ~ του |
    • μουσικές -ης πρωτοακουσμένες |
    • δημόσια (πάνδημη) ~ |
    • ~ του κόσμου, ~ των λαών |
    • η χορεύτρια έχει παραδοθεί στην ~ του χορού |
    • έπασχαν από θρησκευτική ~ |
    • η λατρεία τους γι' αυτόν έμοιαζε την ~ |
    • αρπάζομε την ευκαιρία με ενθουσιασμό, με ~ χαράς |
    • έπεσε από συναισθηματικήν υπερφόρτιση στην αναρχία της αλλοφροσύνης |
    • η θλίψη έπαιρνε κάποιους τόνους αλλοφροσύνης |
    • μερικές θεωρίες του οδήγησαν σε ~ |
    • το θέατρο ήτανε γι' αυτούς θρησκεία, ιερή μανία, πάθος, ~ (Melas) |
    • ο πιραντελλισμός μεταξύ 1922-1929 αποτελούσε την πνευματική ~ της υφηλίου (Athanasiadis-N) |
    • το νεαρόν εαυτό του παράστησε ... με έκφραση σχεδόν αλλοφροσύνης (Kanellop) |
    • η συγκίνηση έφθασε την ~, όταν κατάλαβα το ποιόν των βιβλίων (Papatsonis) |
    • poem με τη λευκήν αγάπην, ησκιασμένη από αγνής νύχτας αλλοφροσύνες | το λογισμό περίπλεξαν (Papatsonis)

[fr K, PatrG αλλοφροσύνη, der of αλλόφρων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες