Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλοτριώνω [alotrióno] -ομαι Ρ1 : προκαλώ αλλοτρίωση: H τυποποίηση και η αυτοματοποίηση της εργασίας αλλοτριώνει τον εργάτη. Ο σημερινός άνθρωπος των απρόσωπων μεγαλουπόλεων έχει αλλοτριωθεί. Aλλοτριωμένος άνθρωπος. Aλλοτριωμένη τέχνη.
[λόγ. < αρχ. ἀλλοτρι(ῶ) `στερώ΄ -ώνω, αρχ. ἀλλοτριοῦμαι `χωρίζομαι, αποχωρίζομαι από τη φύση μου΄ σημδ. αγγλ. alienate]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλοτριώνω [alotrióno] mi αλλοτριώνομαι, aor subj αλλοτριώσω, mediop αλλοτριωθώ, ppp αλλοτριωμένος
- ① alienate, estrange, remove (syn αποξενώνω):
- ο έσχατος κίνδυνος εμφανίζεται εκεί όπου ένα είδος, ένα αισθητικό φαινόμενο, χάνουν την ταυτότητά τους, την αλλοτριώνουν από έλλειψη ψυχραιμίας, συνέπειας και αυτοπειθαρχίας (Terzakis) |
- ο Iησούς περπάτησε τους δρόμους του κόσμου, αποφασισμένος ν' αλλοτριώσει την άρνησή του με μια κατάφαση (Panagiotop)
- ② mediop αλλοτριώνομαι be estranged, be alienated (syn αποξενώνομαι):
- στηριγμένος (ο άνθρωπος) στην ανθρωπίνη φύση αλλοτριώνεται από τη θεία και ξαναπέφτει στην περιοχή της χρονικής απειρότητος και ενδοκοσμιότητος (Georgoulis) |
- οι επί μέρους εκστάσεις, η distentio animi, όπως είπε ο Aυγουστίνος, τείνουν ν' αλλοτριωθούν (id.) |
- η αλαζονική και φιλάργυρη φύση δεν μπορούσε ν' αλλοτριωθεί από τίποτε (Panagiotop)
[fr AG ἀλλοτριῶ (-όω)]
- ① alienate, estrange, remove (syn αποξενώνω):