Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλοτρίωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλλοτρίωση η [alotríosi] Ο33 : η διαδικασία της αποξένωσης του ανθρώπου από τον ίδιο του τον εαυτό και της ταύτισής του με την υλική πραγματικότητα, καθώς και της απόλυτης εξάρτησής του από αυτή: Ο άκρατος καταναλωτισμός είναι ένα από τα αίτια της αλλοτρίωσης του σύγχρονου ανθρώπου.

[λόγ. < ελνστ. ἀλλοτρίω(σις) -ση `χωρισμός΄, αρχ. σημ.: `απώθηση΄, σημδ. αγγλ. alienation]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοτρίωση [alotríosi] η, philos etc
  • separation, cutting off, alienation (syn αποξένωση):
    • ~ του εαυτού μας |
    • ~ του ανθρώπου απέναντι στη φύση |
    • πολιτιστική ~ |
    • η ~ του προσώπου έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε ν' αποκλείει ακόμη και τη σωφροσύνη (Terzakis) |
    • ~ του προσώπου σε κοινωνική ή ψυχολογική μονάδα (Giannaras) |
    • η ~ των κακών είναι η αρχή της επί το κρείττον ροπής (Tatakis) |
    • ~ του ιστορικού γίγνεσθαι από την αποκλειστική δυτική επιρροή (Panagiotop) |
    • η εκούσια κάθειρξη του ειδικού δημιουργεί κλίμα παγερής μοναξιάς και αλλοτρίωσης (id.)

[fr K, PatrG ἀλλοτρίωσις ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες