Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλλοτινός, επίθ.
-
- Περασμένος, που ανήκει στο παρελθόν, παλιός:
- ήμουνε τον αλλοτινό καιρό συνηθισμένη (Πανώρ. Πρόλ. 17).
[<επίρρ. άλλοτε + κατάλ. ‑ινός. H λ. και σήμ.]
- Περασμένος, που ανήκει στο παρελθόν, παλιός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλοτινός -ή -ό [alotinós] : Ε1 που ανήκει σε κάποια άλλη εποχή του παρελθόντος: Aλλοτινοί καιροί. Aλλοτινές συνήθειες.
[άλλοτ(ε) -ινός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλοτινός, -ή, -ό [alotinós]
- of a past era, of another epoch, past, old (syn αλλοτεσινός, ant σύγχρονος, τωρινός):
- αλλοτινοί καιροί, αλλοτινές εποχές, αλλοτινοί αιώνες, τα αλλοτινά χρόνια |
- η αλλοτινή ζωή, αλλοτινά πρόσωπα, ~ άνθρωπος |
- ο ~ εαυτός μου, η αλλοτινή κοπέλα, αλλοτινό παλληκάρι |
- μιλεί σαν ~ |
- αλλοτινά γεγονότα, αλλοτινή θύμηση, αλλοτινά θυμήματα |
- αλλοτινές συνήθειες |
- τα αλλοτινά βιβλία |
- κόσμος αλλιώτικος κι ~ |
- η αλλοτινή πολιτεία (= πόλη), αλλοτινή χώρα |
- η αλλοτινή πρόσχαρη Aθήνα του καλού καιρού |
- λείψανα του αλλοτινού πλούτου |
- τ' αλλοτινά πνεύματα |
- ο ~ φανατισμός |
- κάποιο τραγούδι αλλοτινό |
- αλλοτινές αμπελοφυτείες |
- αλλοτινοί κυρίαρχοι της χώρας |
- το κάστρο στέκεται εκεί, για να δείχνη την αλλοτινή δύναμη |
- η αλλοτινή Γένοβα, η υπέροχη, όπως την έλεγαν (Ouranis) |
- το παλάτι των αλλοτινών ρεκτόρων της Bενετίας (id.) |
- το σημερινό Λένινγκραντ, η αλλοτινή Πετρούπολη (Terzakis) |
- το αλλοτινό και παλαιωμένο μέσο μεταφοράς, το μουλάρι (Thrylos) |
- το θέμα έχασε πια την αλλοτινή του απήχηση (Fteris) |
- οι γονείς δεν αποφασίζουν να παίζουν τον αλλοτινό τους ρόλο των λαρήτων (Panagiotop) |
- ξεφωνίζουν τραγουδιστά κάποιον αλλοτινό καημό (Petsalis-D) |
- poem κ' είχες το χαμογέλιο | που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί (Seferis) |
- σκιές το συνοδεύουν, το ξεπροβοδούν | αλλοτινά φαντάσματα και λυπημένα (Themelis)
[fr MG αλλοτινός, der of άλλοτε w. suff -ινός]
- of a past era, of another epoch, past, old (syn αλλοτεσινός, ant σύγχρονος, τωρινός):