Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλοσούσουμος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοσούσουμος, -η, -ο [alosúsumos]
  • ① whose facial characteristics have been changed (because of illness, age, emotions etc), changed, altered (syn αλλαξοπρόσωπος):
    • αλλοσούσουμα πρόσωπα |
    • μορφές αλλοσούσουμες |
    • ξενοτοπίτες αλλοσούσουμοι |
    • παιδιά, μισόγυμνα, αλλοσούσουμα |
    • οι γέροι οι κακοσούλουποι, οι αλλοσούσουμοι με τ' άσπρα μαλλιά (Panagiotop) |
    • ήταν ξεστηθιασμένη κι αλλοσούσουμη (id.) |
    • έτσι ήταν πάντα αυτό το κορίτσι |
    • αρρωστιάρικο, αλλοσούσουμο (id.) |
    • το προσωπάκι της ήτανε τεντωμένο, αλλοσούσουμο από τους σπασμούς (Myriv) |
    • οι δυο κάλπηδες κοιτάχτηκαν αλλοσούσουμοι ακόμα από την τρομάρα (id.) |
    • κοιταχτήκαν ο ένας με τον άλλο, αποχλωμιασμένοι κι αλλοσούσουμοι (Prevelakis) |
    • πελώριος ο ήσκιος του πλανιόταν στους τοίχους ... με μακριές απίθανες χερούκλες γίγαντα σκιαχτερού κι αλλοσούσουμου (Lazaridis) |
    • poem κι όψες προβαίναν αλλοσούσουμες και φαντασιές βουρλίστρες (Kazantz Od 16.815)
  • ② fig strange, odd, queer, weird (syn αλλόκοτος 1a, παράξενος):
    • οι ήσκιοι στα ντουβάρια παίρνανε κάτι αλλοσούσουμα σκέδια (Vlami) |
    • είχε ράψει ένα φόρεμα παρδαλό ..., έτσι αλλοσούσουμο και φανταχτερό (Panagiotop) |
    • ήταν ζωσμένη την αλλοσούσουμη τούτη αρματωσιά (id.) |
    • γυρνούσε το αλλοσούσουμο φάσμα μου, μαντατοφόρος κόσμου αγνώριστου (id.) |
    • η γλώσσα (των Kυπρίων) αλλοσούσουμη στον ξένο φαίνεται κι αλλόκοτα στ' αφτιά του αντηχεί (id.)

[cpd w. σουσούμι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες