Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλοπαρμένος -η -ο [aloparménos] Ε3 : που έχει χάσει τα λογικά του, που έχει σαλέψει ο νους του. || (επέκτ.) που βρίσκεται σε μεγάλη σύγχυση, που έχει χάσει τον έλεγχο του εαυτού του: Οι άνθρωποι αλλοπαρμένοι έτρεχαν να γλιτώσουν. Mε κοίταζε σαν αλλοπαρμένη.
[αλλο- + παρμένος μππ. του παίρνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλοπαρμένος, -η, -ο [aloparménos]
- ① frenzied, insane, maddened (syn ανισόρροπος, λαβωμένος, ξωπαρμένος):
- κίτρινη φαινόταν σαν αλλοπαρμένη |
- τριγυρνούσε ξεσκούφωτος, ~ μέσα στα σοκάκια |
- οι πρόσφυγες στέκονταν βουβοί, αλλοπαρμένοι |
- η κοπέλα με κοίταξε αλλοπαρμένη |
- ο Aλέξανδρος βγαίνει ~ κι αποκρίνεται στους Mακεδόνες πως μονάχα στη Mακεδονία, στη μάνα του, θα κοινώσει το λόγο (Panagiotop)
- ⓐ μάτια αλλοπαρμένα, i.e. eyes of an insane person, e.g. στράφηκε και τον κοίταξε με μάτια αλλοπαρμένα:
- ήταν συμπαθητικός, μεγάλα μάτια σαν αλλοπαρμένα, κρεμαστά χείλια (Kazantz) |
- αγριεμένα, αλλοπαρμένα τα μάτια είχαν καρφωθεί στη μέση της εκκλησιάς (id.) |
- ανήκω στη γενεά που είδε μ' αλλοπαρμένα μάτια μικρού παιδιού στα 1914-18 το μεγάλο σπάσιμο (Theotokas) |
- τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και στρουφίζαν γοργά κι αλλοπαρμένα, όπως κυνηγημένου αγριμιού (Foreinos)
- ② enraptured, ravished, ecstatic, delirious (near-syn σαστισμένος):
- ~ αφέντης, αλλοπαρμένη νέα, αλλοπαρμένο αγόρι, αλλοπαρμένα αφτιά |
- κι ο ~ βουδιστής καλόγερος αποκρίθηκε χαμογελώντας με ειρωνεία (Kazantz) |
- χόρευαν τώρα αγκαλιασμένοι, αλλοπαρμένοι (id.) |
- ο Παντελής μουρμούριζε ~ |
- "αυτοί είναι ερωμένοι!" (Panagiotop) |
- poem κ' η νύφη απ' το βαθιόλαλο κορμί βογγούσε αλλοπαρμένη (Kazantz Od 6.737) |
- κόρη τα κατσαρά μαλλιά ανασπάει κι αλλοπαρμένη σκούζει |
- | ώχου κι ο γέρος βρουκολάκιασε κλ (ib 20.1105) |
- τόσο είμαι ~, άλλο τόσο | κ' εσύ που την ψυχή μου αναταράζεις (Malakasis)
- ⓑ overwhelmed, overcome:
- του μιλά ... τρελός από το θυμό | ~ από τον πόνο και το ρακί (Myriv) |
- οι γυναίκες άκουγαν αλλοπαρμένες (KMitropoulou)
[ppp of αλλοπαίρνω]
- ① frenzied, insane, maddened (syn ανισόρροπος, λαβωμένος, ξωπαρμένος):