Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλοιώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλλοιώνω [alióno] -ομαι Ρ1 : 1.για κτ. που προκαλεί την αποσύνθεση ζωικών ή φυτικών ουσιών: H υψηλή θερμοκρασία αλλοιώνει τα φάρμακα. Kαταδικάστηκε έμπορος που πουλούσε αλλοιωμένα τρόφιμα. 2. μεταβάλλω κτ. ως προς τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του, κυρίως προς το χειρότερο: H πολλή ζάχαρη αλλοιώνει τη γεύση του καφέ. Ο ήλιος αλλοιώνει τα χρώματα. Tα λατομεία αλλοίωσαν το περιβάλλον. Tα χαρακτηριστικά του είχαν αλλοιωθεί από το φόβο, είχαν παραμορφωθεί. Tα στοιχεία της δικογραφίας έχουν αλλοιωθεί, έχουν παραποιηθεί. || (μτφ.): Ο παραδοσιακός πολιτισμός μας αλλοιώνεται καθημερινά. Aλλοιώθηκε ο χαρακτήρας των πόλεων.

[λόγ. < αρχ. ἀλλοι(ῶ) -ώνω (πρβ. μσν. αλλοιώνομαι)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοιώνω [alióno] prp αλλοιώνοντας, aor αλλοίωσα, subj αλλοιώσω, pf έχω αλλοιώσει, mediop pr αλλοιώνομαι, ipf αλλοιωνόντουσαν, aor αλλοιώθηκε, subj αλλοιωθώ, pf έχει αλλοιωθή, plupf ήταν αλλοιωμένο, ppp αλλοιωμένος
  • ① alter, change (syn κάνω κτ διαφορετικό απ' ό,τι είναι, αλλάζω, μεταβάλλω, μετατρέπω, τροποποιώ):
    • ένα αντικείμενο αλλοιώνει το άλλο |
    • τα λάθη αλλοιώνουν το νόημα |
    • οι φθορές δεν είναι αρκετές για να αλλοιώσουν το φρούριο |
    • κάποιο καρκινογόνο αίτιο αλλοιώνει ένα ορισμένο κύτταρο |
    • οι επισκευές δεν αλλοίωσαν τον αρχικό χαρακτήρα του κτιρίου |
    • η απόσταση μέσα στο χρόνο αλλοιώνει αδιόρατα τα γεγονότα |
    • δεν έκρινα σκόπιμο ν' αλλοιώσω τη μορφή του μελετήματος |
    • η πνοή της τέχνης μοιάζει με θεία ευλογία |
    • αλλοιώνει και πρόσωπα και πράγματα (Papanoutsos) |
    • αλλοίωσε όσο μπορεί ο λόγιος να αλλοιώση την μορφή του κόσμου γύρω του (Dimaras) |
    • η φωτιά διαπερνά τα μόρια του σιδήρου και τους αλλοιώνει τη συνοχή και τη σύσταση (Papatsonis) |
    • επιδράσεις κυριαρχικές αλλοιώνουν την ίδια τη φύση του ανθρώπου, προκαλούν μια ολοκληρωτική μεταμόρφωση (Chatzinis) |
    • poem και ο άλλος μαΐστρος με τ' απάνω του αψηλό μπογάζι | αλλοιώνοντας τ' οζόνιο τ' ουρανού (Elytis)
  • ⓐ mediop αλλοιώνομαι be altered, be changed:
    • γνώρισμα που δεν αλλοιώνεται |
    • τους αλλοιώνεται όλη η ύπαρξη |
    • αλλοιώθηκε η όψη του από το χρόνο |
    • η αλήθεια δεν αλλοιώνεται κι όταν ακόμα οι άνθρωποι την αγνοούν, την ξεχνούν ή την διασύρουν (Vrettakos) |
    • τ' όμορφο στρογγυλό γράψιμό του ήταν αλλοιωμένο· φαίνεται πως το χεράκι του έτρεμε (Moskovis) |
    • τα χρώματα έχουν αλλοιωθεί από τη φωτιά |
    • η τελευταία έκδοση έχει αλλοιωθεί γλωσσικά |
    • στοιχεία της λαϊκής παραδόσεως έχουν αλλοιωθή με το πέρασμα των αιώνων (Vacalop)
  • ② fig make sth worse, worsen, deteriorate, adulterate, falsify, debase, distort (syn χειροτερεύω; νοθεύω, κιβδηλεύω, παραποιώ, παραχαράσσω; παραμορφώνω):
    • ο τρούλος δεν αλλοιώνει το χαρακτήρα της παλαιάς εκκλησίας |
    • ο αντιγραφέας αλλοίωσε το κείμενο |
    • οι διασκευές αλλοίωσαν το χαρακτήρα του έργου |
    • εκείνος που αλλοίωσε ή εξαφάνισε τη διαθήκη που είχε ήδη κάνει ο κληρονομούμενος (Christidis AK) |
    • τον αιώνιο άνθρωπο κανένα διαφοροποιημένο περιβάλλον δε φαίνεται ικανό ν' αλλοιώση (Melas) |
    • αγνοούν ό,τι μπορεί να νοθεύση ή επιζήμια να αλλοιώση τον ελληνική ιδιοτυπία και τις πηγές της εθνικής ζωής (Charis) |
    • η πείνα, η κακουχία, το κρύο δεν είχαν κατορθώσει να αλλοιώσουν το όμορφο προσωπάκι (Nakou) |
    • η καθαρεύουσα του σχολείου τού αλλοιώνει (sc του παιδιού) το γλωσσικό του αίσθημα (Theotokas)
  • ⓑ mediop αλλοιώνομαι be deteriorated, debased, distorted etc:
    • τα τρόφιμα αλλοιώθηκαν στη ζέστη were tainted |
    • το φάρμακο είναι αλλοιωμένο |
    • κινδύνευε να αλλοιωθή ο πολιτισμός του τόπου (Theotokas) |
    • η μέθοδος αυτή αλλοιώνεται και νοθεύεται από τη φύση των πραγμάτων (Tsatsos) |
    • τα νερά των δυο ποταμιών αλλοιώνονται αμοιβαία, γίνονται πιο θολά (Ouranis) |
    • διήγημα ... απλό σαν αλήθεια που δεν αλλοιώνεται από εποχές κι από τόπους (Charis)

[fr MG αλλοιώνω, -ώνομαι ←AG ἀλλοιῶ, -οῦμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες