Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλοεθνής
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλλοεθνής -ής -ές [aloeθnís] Ε10 : (για πρόσ.) που ανήκει σε διαφορετικό έθνος, σε σχέση με κπ. άλλον. ANT ομοεθνής. || (συνήθ. ως ουσ.) ο αλλοεθνής.

[λόγ. < ελνστ. ἀλλοεθνής]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοεθνής1 [aloeθnís] ο, η, usu pl αλλοεθνείς οι,
  • person of another nation, foreigner (syn in αλλοδαπός, ant ομοεθνής):
    • οι άνθρωποι φαίνονται σαν άγνωστοι σ' εκείνον, αλλοεθνείς (Papantoniou) |
    • δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται από ελληνικής πλευράς προσπάθεια να ελληνοποιηθούν πολλοί μεγάλοι άνδρες της Iστορίας, που παρουσιάζονται ως αλλοεθνείς (Melas) |
    • (ο πατήρ Nικηφόρος) γενικά με πολλήν επιτυχία και δημοτικότητα αντιπροσωπεύει το Σινά στα μάτια των αλλοεθνών (Theotokas) |
    • οι παροικίες τους, νησίδες μέσα στον ωκεανό των αλλοεθνών και των ετεροδόξων, συνειδητοποιούν πιο βαθιά τον ελληνισμό τους (Vranousis)

[substantiv. m of αλλοεθνής2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοεθνής2, -ής, -ές [aloeθnís]
  • of another nation, foreign (ant ομοεθνής):
    • απεγνωσμένη άμυνα των ελληνικών κοινοτήτων μέσα στις αλλοεθνείς πλειοψηφίες των Bαλκανίων, που επιδίωκαν να εξαλείψουν τους Έλληνες (Christidis) |
    • ο Iνδός προσεύχεται με τον τρόπο του, αλλά και με φιλία προς κάθε άλλον θρησκευόμενο άνθρωπο, ομοεθνή ή αλλοεθνή (Papanoutsos) |
    • διαφέρουν οι ελληνικοί λίβελλοι από τους αλλοεθνείς (id.) |
    • ο Pήγας δεν παραβλέπει τους αλλοεθνείς, αλλόγλωσσους ή αλλόθρησκους λαούς της Δημοκρατίας του (Vranousis)

[fr K, ἀλλοεθνής, cpd w. έθνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες