Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλοδαπή [alo∂apí] η, (L)
- foreign lands, foreign countries (syn εξωτερικό, ξένα, ξένες χώρες, ant εσωτερικό, L ημεδαπή):
- Έλληνες της αλλοδαπής (syn Έλληνες του εξωτερικού, απόδημοι Έλληνες) |
- φεύγει για την ~ για ευρύτερες σπουδές |
- επανήλθε από την ~ |
- νόμος θα ρυθμίση την προστασία των κεφαλαίων που εισάγονται από την ~ (Christidis EΣ)
[fr K, PatrG ἀλλοδαπή 'foreign country']
- foreign lands, foreign countries (syn εξωτερικό, ξένα, ξένες χώρες, ant εσωτερικό, L ημεδαπή):