Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλλογενής, επίθ.
-
- Που ανήκει σε άλλο γένος, σε άλλη φυλή, ξένος:
- αλλογενείς τες χώρες σου κουρσεύουν (Aχιλλ. L 102).
[μτγν. επίθ. αλλογενής]
- Που ανήκει σε άλλο γένος, σε άλλη φυλή, ξένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλογενής -ής -ές [alojenís] Ε10 : που ανήκει σε διαφορετική φυλή, σε διαφορετικό έθνος σε σχέση με κπ. άλλον. ANT ομογενής. || (ως ουσ.) ο αλλογενής.
[λόγ. < ελνστ. ἀλλογενής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλογενής, -ής, -ές [aloyenís]
- ① of another race or nation, foreign (syn αλλοδαπός, αλλοεθνής, αλλόφυλος, ξένος):
- γίνεται μια μεγάλη ομαδική προσπάθεια για να συνδυαστή η ισλαμική Aνατολή με το ρυθμό της τεχνικής του 20ού αιώνα. Ως ποιο σημείο θα επιτύχη η εναρμόνιση αυτή από στοιχεία τόσο αλλογενή δεν μπορούμε να το ξέρουμε (Theotokas) |
- (η ισπανική) πλησιέστερη από κάθε άλλη νεολατινική γλώσσα προς τη μητέρα της λατινική, πλουτισμένη από τα διάφορα αλλογενή στοιχεία, απόκτησε μια σοβαρότητα κλ (Papatsonis)
[fr MG αλλογενής ← K; also noun (τινές ἀλλογενεῖς) MG]
- ① of another race or nation, foreign (syn αλλοδαπός, αλλοεθνής, αλλόφυλος, ξένος):