Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλιώτικος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αλλιώτικος, επίθ.· αλλεώτικος· ?αλλιωτικός.
  • Διαφορετικός:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [926]).

[<επίρρ. αλλέως + κατάλ. ώτικος. H λ. στο Somav. (λ. λλει‑) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλλιώτικος -η -ο [alótikos] Ε5 : 1.που εμφανίζει διαφορές σε σύγκριση με κπ. ή με κτ. άλλο· διαφορετικός: Tα ελληνικά φαγητά είναι αλλιώτικα από τα αγγλικά. || που είναι διαφορετικός και ταυτόχρονα καλύτερος από κπ. ή από κτ. άλλο: Προϊόντα αλλιώτικα από τ΄ άλλα. 2. που εμφανίζεται με μορφή διαφορετική από αυτή που είχε προηγουμένως: Aλλιώτικο φέρσιμο, αλλαγμένο. αλλιώτικα ΕΠIΡΡ 1. με διαφορετικό τρόπο· διαφορετικά: Mιλάει ~ απ΄ τους άλλους. (έκφρ.) έτσι κι αλλιώς* κι ~. 2. (σπάν.) ειδάλλως, ειδεμή, αλλιώς: Aν έρθεις νωρίς, καλώς· ~ θα ταξιδέψεις μόνος σου.

[αλλι(ώς) -ώτικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλιώτικος, -η, -ο [aljótikos] (sp. also αλλοιώτικος)
:
  • ένα πράμα αλλιώτικο |
  • κάτι αλλιώτικο |
  • αλλιώτικο ψωμί, αλλιώτικο φαΐ, αλλιώτικο κρασί |
  • αλλιώτικο πανί, αλλιώτικο φόρεμα, αλλιώτικο καπέλο |
  • αλλιώτικο σχήμα, αλλιώτικη θεωρία, αλλιώτικη όψη, αλλιώτικο χρώμα |
  • ~ τόνος |
  • μια πρωτοτυπία αλλιώτικη |
  • αλλιώτικα μέσα |
  • αλλιώτικη ζωή |
  • αλλιώτικα είναι τώρα τα φερσίματά του |
  • είναι ~ he is a different kind of person (syn είναι διαφορετικός) |
  • έγινε ~ στην εμφάνιση |
  • όλους μας έκαμε ο πόλεμος αλλιώτικους |
  • πλάσμα αλλιώτικο |
  • είμαστε (είναι) αλλιώτικοι άνθρωποι |
  • ~ ποιητής |
  • καινούριος, ~ κόσμος |
  • είναι ~ λαός |
  • άλλη ήταν κι αλλιώτικη έγινε |
  • ~ τρόπος ενεργείας |
  • ένα άλλο αλλιώτικο σφύριγμα |
  • να ντυθεί μορφήν αλλιώτικη από την πραγματική |
  • αλλιώτικες, κάποτε κι αντιφατικές αντιλήψεις |
  • λόγια αλλιώτικα από κείνα πόχουν εις το Mοριά (Solom) |
  • είναι το ωραίο της τέχνης αλλιώτικο από το ωραίο της φύσης (Xenop) |
  • ένα πρωί σηκώνεται με αλλιώτικη όψη, σα χαρούμενη (Drosinis) |
  • τώρα στερνά πήρες αγέρα αλλιώτικο, το βλέπω· φτερά κάνει η ματιά σου (Vlachogiannis) |
  • στην Kρήτη υπάρχει ένα αλλιώτικο φυσικό περίγυρο κ' ένα αλλιώτικο ανθρώπινο τοπίο (Panagiotop) |
  • η εξέλιξη διαμόρφωσε συγγραφείς αλλιώτικους από τους προηγούμενους (Theotokas) |
  • σκοποί αλλιώτικοι και ανώτεροι από τα έργα της φύσεως (Theodorakop) |
  • αλλιώτικοι ήσαν οι στοχασμοί του ενός και τ' αλλουνού (Karagatsis) |
  • poem αλλά πάει στους νόας μία θέρμη | που είναι αλλιώτικη απ' αυτή (Solom) |
  • έμορφο ταίρι, μα καθείς μ' αλλιώτικη εμορφάδα (Palam) |
  • τα τραγούδια μου τα 'λεγα μ' έν' αλλιώτικο πόνο (Skipis) |
  • τι αλλιώτικο το χώμα! | ούτε ναι ούτε όχι! | τη σπορά δέχεται, τη βία (Rouk)
  • ① strange, odd, queer (syn αλλόκοτος, ιδιόρρυθμος, ιδιότροπος, παράξενος):
    • έγινε ~ άνθρωπος |
    • φαίνεται ~ he looks queer or funny |
    • είπε κάτι αλλιώτικα λόγια (syn αλλόκοτα λόγια) |
    • περίεργος, εννοώ παράξενος, ~· κ' έτσι ήσουν πάντα (Xenop)

[fr LMG αλλιώτικος (1658) ← αλλιωτικός (1658), fr αλλιώς possibly crossed w. K ἀλλοιωτικός (Aristotle, Galen) 'transformative, alternative', der of AG, PatrG ἀλλοιωτός 'subject to change, changeable, mutable' (cf ModG verb αλλιωτεύω) w. suff -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες