Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλιώς [alós] επίρρ. τροπ. : 1.με άλλο τρόπο· διαφορετικά: Kάπως ~ έπρεπε να το χειριστεί το θέμα. Όχι έτσι, ~ βάστα το. Mπορείς και ~ να το δουλέψεις. Mόνο έτσι αξίζει να ζεις· ~ δεν έχει νόημα. Mπορώ να κάνω κι ~; Aν μπορείς κάνε κι ~. Πώς ~ μπορούσαν να ζήσουν; Φυσικά έτσι, πώς ~; ~ τα περίμενα κι ~ τα βρήκα, για έντονη απογοήτευση. ΦΡ και εκφράσεις το παίρνω ~, παρεξηγώ τα λόγια ή τις ενέργειες κάποιου. έτσι* κι ~. έτσι* ή ~. τη μια έτσι την άλλη ~: α. με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο: Tη μια έτσι την άλλη ~, τα βολεύουμε. β. τη μια στιγμή έτσι την άλλη τελείως διαφορετικά: Είμαι τη μια έτσι την άλλη ~. έτσι κι ~ κι αλλιώτικα, ως κατακλείδα, σχόλιο για κτ. που γίνεται τελείως διαφορετικά από ό,τι περιμέναμε. 2. ως βραχυλογική έκφραση μιας υποθετικής πρότασης με νόημα αντίθετο προς το νόημα της προηγούμενης πρότασης· ειδάλλως, ειδεμή, διαφορετικά: Aν θέλει νά ΄ρθει, καλώς· ~ ξεκινάμε μόνοι μας, αν όχι ξεκινάμε μόνοι μας. Φυσικά σε αγαπάει· ~ τι νόημα θα είχε το ενδιαφέρον του, αν δε σ΄ αγαπούσε τι νόημα
Ετοιμάσου γρήγορα, ~ θα χάσεις το τρένο. || με την έννοια απειλής: Θα μας τα πεις όλα· ~ φεύγεις από την παρέα μας. Θα μου πληρώσεις ό,τι μου χρωστάς· ~ θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα.
[μσν. αλλιώς < αλλέως με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ελνστ. επίθ. (ιων. διάλ.) *ἀλλέος `διαφορετικός΄ (< αρχ. ἄλλ(ος) -έος)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλλιώς, επίρρ.,
- βλ. αλλέως.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλιώς [aljós] adv
- ① in another way, otherwise, differently, else (syn αλλέως L, αλλιώτικα, απαλλιώς 1, κατ' άλλον τρόπο L, διαφορετικά):
- κράτα το ντουφέκι ~ |
- δε γίνεται ~ (or ~ δε γίνεται) |
- το λέει ~ |
- πώς ~; how else? |
- δεν είναι δυνατό (or δεν μπορεί) να 'ναι ~ |
- αν μπορείς, κάμε (or κάνε) κι ~ |
- μπορώ να κάνω ~; I have no choice or I can't help it |
- ~ σου είπα εγώ να το κάμεις κι ~ το έκαμες εσύ |
- το πήρε ~ he mistook or misunderstood it |
- πρέπει να πάρουμε ~ τη ζωή |
- φαίνονται πότε έτσι και πότε ~ |
- | idiom phr έτσι κι ~ this way and otherwise, either way, any way, at any rate (syn ούτως ή άλλως L, οπωσδήποτε, πάντως) |
- έτσι κι ~ ήταν χαμένος |
- η ηθική συνείδηση έχει έτσι κι ~ και θρησκευτικές ρίζες |
- also, average, so-so (syn & more freq έτσι κ' έτσι, μέτρια) |
- (dialog) -πώς πάει η υγεία;- έτσι κι ~ |
- | prov phr άλλαξε ο Mανολιός | κ' έβαλε το ρούχο του ~ there was a slight change but no real change worth mentioning |
- folkt άλλος έλεγεν έτσι, άλλος ~, δε συμφωνούσαν (Loukatos) |
- ~, κυρά, το κόσκινο, ~ και το σκαφίδι (Megas) |
- δεν είχε πώς ~ να ξεσπάση (Melas) |
- κανένας δεν περιορίζεται ~ παρά μόνο όταν κι όπως ορίζει ο νόμος (Christidis) |
- δύσκολο να το εκφράσης ~ παρά μονάχα ίσως με τη μουσική (Theotokas) |
- η ενέργεια αυτή δεν συνειδητοποιείται ~ παρά με έντονη εσωτερική ζωή (Theodorakop) |
- αισθανόμαστε ενοχή, ευθύνη για κάτι που εκάναμε ~ απ' ό,τι έπρεπε (id.) |
- ο άνθρωπος μετέχει της αξίας του σκοπού και δη του ύπατου σκοπού ή, ~ ειπωμένο, της ανθρωπότητας στην εκπλήρωση της αποστολής της (Tsatsos) |
- είναι αδύνατον να σκεφθούμε ~ παρά μόνο με τη βοήθεια των εννοιών που εκφράζουν οι λέξεις (Vasileiou) |
- δεν ορίζει ~ ο νόμος (Christidis AK) |
- poem τα ίδια ξαναλέγοντας ~ (χωρίς μεγάλον κόπο) (Kavafis) |
- Kύριε, όχι μ' αυτούς. Aς γίνη ~ το θέλημά σου (Seferis) |
- ... γύρω της όλα | φαίνονται φρέσκα, δείχνουν ~ (Vrettakos)
- ② if not, contrariwise, otherwise, else (syn αλλιώτικα, άλλως L, απαλλιώς 2, διαφορετικά, σ' αντίθετη περίπτωση, ειδαλλιώς, ειδάλλως, ειδεμή):
- βάλ' το στην τσέπη σου, ~ θα το χάσεις |
- κάμε το, ~ θα μετανιώσεις |
- έλα αύριο, ~ γίνεται πολύ αργά πια come tomorrow or else it will be too late |
- πλήρωσε το χρέος, ~ θα 'χεις ιστορίες (or καβγάδες or ντράβαλα) |
- να πας εκεί που σε στέλνω, ~ να μη σε ξαναδώ |
- ~ γιατί να σ' ερωτήσω; why else would I ask? |
- πίνει πολύ, ~ είναι καλός άνθρωπος he drinks too much but otherwise he is a fine person |
- ν' αλλάζετε σιντόνια και μαξιλάρια κάθε μέρα, ~ δυο φορές τη βδομάδα (Saratsis) |
- ο εργολάβος οφείλει να ειδοποιήση σχετικά τον εργοδότη χωρίς καθυστέρηση, γιατί ~ ευθύνεται για τις επιζήμιες συνέπειες (Christidis AK) |
- poem γιατί ~ θενά βρεθήτε | ή με ξένο βασιλιά | ή θα καταφανισθήτε | από χέρια αγαρηνά (Solom) |
- στο Λόγο απάνου δούλευε γερά | και γνωστικά το στίχο σου, τεχνίτης· | ~ μιας λάμιας τέρατα παιδιά | πάντα όσα τραγουδάς κι όσα κηρύττεις (Palam) |
- αν είναι νά 'ρθη, θενά 'ρθη, ~ θα προσπεράση (Ouranis)
[fr MG αλλέως w. synizesis (circumflex unjustified), this fr άλλως by anal. of advs in -έως: βαρέως, βραδέως, τραχέως etc; cf also AG ἀλλοίως 'otherwise' (Plato)]
- ① in another way, otherwise, differently, else (syn αλλέως L, αλλιώτικα, απαλλιώς 1, κατ' άλλον τρόπο L, διαφορετικά):