Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλληλούια [alilúia] (άκλ.) : επωδός εκκλησιαστικών ύμνων. ΦΡ κοντός ψαλμός* ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀλληλούϊα < εβρ. halălūyāh `υμνείτε τον Κύριο΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλληλούια, επιφ.
-
- (Εκκλ.) η λ. ως εφύμνιο ορισμένων ψαλμών:
- σήμερον ψάλλετε «αλληλούια» (Προδρ. IV 316-2 χφ P κριτ. υπ).
[μτγν. επιφ. αλληλούια (Π.Δ.) <εβρ. halĕlû-yah. H λ. και σήμ. εκκλ.]
- (Εκκλ.) η λ. ως εφύμνιο ορισμένων ψαλμών:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληλούια1 [alilúia] (& [alilúya]) excl
- a monolectic psalmody, hallelujah, alleluia (syn eccl αινείτε τον Kύριον):
- prov phr κοντός ψαλμός ~ (syn κοντολογής, με συντομία) |
- e.g. the discussion must end shortly, or a matter has to be transacted without delays |
- idiom phr είναι ~ he is drunk (syn είναι τύφλα στο μεθύσι) |
- και οι άγγελοι ξανάκρουσαν στις άρπες τους και στις βιόλες τους κείνον τον αρχαίον ύμνο της χαράς |
- - ~! ~! ~! και επί γης ειρήνη (Myriv) |
- poem ... να προσφέρουν | ο ένας στον άλλο ένα λουλούδι |
- ελπίδα και ~ | για της ζωής την καλή τύχη. Tην αιώνια γέννηση (Vrettakos) |
- τ' όνομά σου |
- ~ στο Έβερεστ (id.) |
- τα χέρια σου σαν ~ την αυγή (Pasiardis)
[fr Hebr hallelu-ya-h meaning 'praise (ye) Jehovah', syn in Gr αινείτε τον Kύριον or τον Θεόν!]
- a monolectic psalmody, hallelujah, alleluia (syn eccl αινείτε τον Kύριον):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληλούια2 [alilúia] (& [alilúya]) το, indecl
- ① a musical composition based on the word hallelujah:
- σαν ένας ύμνος δοξαστικός, ένα εξαίσιο ~, που ανεβαίνει από αόρατες βρυσομάνες και τινάζεται προς τα ύψη (Panagiotop) |
- κι άκουσε τη φωνή, την κραυγή, τον ολολυγμό, το ωσαννά, το ~, το "έρχομαι! έρχομαι!" (id.) |
- poem τα γλυκά τους ξεχύνουν (sc οι αχτίδες) ~, | κάμε να γαληνέψουν τα στοιχεία (Skipis) |
- ή σ' ένα τραγούδι |...| που να λέγεται, | όπως το ~ απ' τις μικρές μοναχές με τα ρόδα στα μάγουλα (Vrettakos) |
- τα κυπαρίσσια που ψιθυρίζουν το εσπερινόν ~ (Krinaios-M) |
- όπου η ψυχή σου θα μεθύση στον αστραφτερό ναό της δημιουργίας | με τ' ~ των ευτυχισμένων ανθρώπων (Kostantis)
- ② bot, region. the herb Globularia alypum (Zakynthos etc)
[fr αλληλούια1]
- ① a musical composition based on the word hallelujah:
[Λεξικό Κριαρά]
- αλληλουιάριον το.
-
- (Εκκλ.) τριπλό «αλληλούια» που ψάλλεται ως εφύμνιο βιβλικών ή ψαλμικών στίχων (Βεργωτής):
- δίχα μεγάλες ψαλμουδιές, διχώς αλληλουιάρια (Γεωργηλ., Θαν. 44).
[<επιφ. αλληλούια + κατάλ. ‑άριον. H λ. πιθ. το 10. αι. (LBG) και στο Meursius. Τ. αλληλουάριον στο LBG και σήμ. εκκλ.]
- (Εκκλ.) τριπλό «αλληλούια» που ψάλλεται ως εφύμνιο βιβλικών ή ψαλμικών στίχων (Βεργωτής):