Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληλοϋποστηρίζονται [aliloipostirízonde] 1pl αλληλοϋποστηριζόμαστε (& L αλληλοϋποστηριζόμεθα)
- help, support one another or each other, stick together:
- το ένα δίπλα στο άλλο κι αγγίζονται και συνεννοούνται και ~ (Vasilikos) |
- poem σ' όλα τα μέρη χριστιανοί κι οθομανοί | ζούνε με αγάπη κι ~ (Rotas)
[cpd w. υποστηρίζομαι (s. υποστηρίζω)]
- help, support one another or each other, stick together: