Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλληλοϋποστηρίζονται
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλοϋποστηρίζονται [aliloipostirízonde] 1pl αλληλοϋποστηριζόμαστε (& L αλληλοϋποστηριζόμεθα)
  • help, support one another or each other, stick together:
    • το ένα δίπλα στο άλλο κι αγγίζονται και συνεννοούνται και ~ (Vasilikos) |
    • poem σ' όλα τα μέρη χριστιανοί κι οθομανοί | ζούνε με αγάπη κι ~ (Rotas)

[cpd w. υποστηρίζομαι (s. υποστηρίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες