Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληλοϋποστήριξη [aliloipostíriksi] η, gen αλληλοϋποστήριξης & αλληλοϋποστηρίξεως, gen pl αλληλοϋποστηρίξεων,
- mutual support:
- οι εβραίοι διακρίνονται για την ~ και την αλληλεγγύη τους (Vacalop) |
- το σύστημα έχει συνοχή, γιατί στηρίζεται και σ' ένα πλέγμα αλληλοϋποστηρίξεων και ανταλλαγών στις κορυφαίες θέσεις (Terzakis)
[cpd w. υποστήριξη]
- mutual support: