Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλληλουχία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλληλουχία η [aliluxía] Ο25 : διαδοχή φαινομένων σύμφωνα με ορισμένη σειρά: H χρονική ~ των γεγονότων. Γεγονότα που έχουν μια ~, σχέση αιτίας και αποτελέσματος. Ο ψυχικός βίος του ανθρώπου παρουσιάζει μια αδιάσπαστη ~. Σκέψεις / λόγια χωρίς (λογική) ~, χωρίς λογικό ειρμό.

[λόγ. < ελνστ. ἀλληλουχία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλουχία [alilu ía] η, (L)
  • ① concatenation, conjunction, consecution, consecutiveness, coherence, sequence (of things, events, ideas etc) (syn αλυσιδωτή συνέχεια, ακολουθία):
    • η ~ των πραγμάτων από τότε ως τώρα |
    • ~ ατυχημάτων a run of misfortune |
    • ~ μεταβολών |
    • ~ γεγονότων, e.g. ο ιστορικός κάνει διαχωρισμούς μέσα στην αδιάκοπη ~ των γεγονότων (Papanoutsos) |
    • εξωτερική ~ των γεγονότων |
    • τα ιστορικά γεγονότα τα έβλεπαν τα παιδιά εμπρός τους ζωντανά, στην ~ τους και, όσο γινόταν, στην αιτιατή τους σχέση (Delmouzos) |
    • ~ πράξεων |
    • ~ ιδιοτήτων |
    • ~ τύπων |
    • ~ των εντυπώσεων |
    • (ο Θεός) αποτυπώνει στη συνείδησή μας τις αισθητηριακές εικόνες των πραγμάτων με ορισμένη ~ και τάξη (Papanoutsos) |
    • φαινόμενα που παρουσιάζουν σχέσεις κανονικής αλληλουχίας και αιτιότητας (Lambridi) |
    • χρονική ~, χρονολογική ~ chronological sequence, ημερολογιακή ~ |
    • ορατή ~ |
    • φυσική ~ |
    • δραματική ~ |
    • αιτιατή ~ effected sequence |
    • η ~ αιτίων και αιτιατών |
    • είναι η αδήριτη αρχή που συνέχει τα πάντα και τα εξουσιάζει με την αναγκαία ~ αιτίου και αιτιατού που επιβάλλει στις σχέσεις τους (Papanoutsos) |
    • λογική ~ logical sequence or coherence |
    • oι εικόνες και οι ιστορίες αυτές έχουν μεταξύ τους ψυχική και πνευματική ~ (Karouzos) |
    • ~ ιδεών train of thought |
    • ~ σκέψεων |
    • χαλαρώνεται η ~ των στοχασμών και μένουν ρήγματα στη σκέψη των αναγνωστών (Charis) |
    • ~ των νοημάτων or νοηματική ~ |
    • τα νοήματά του έχουν μια τάξη, μιαν ~ ολοφάνερη (Tsatsos) poem βλέπω την ~ των κρυφών νοημάτων (Elytis) |
    • μια αδιάρρηκτη ~ καταστάσεων, ενεργειών, φαινομένων γενικά του συλλογικού ή του ατομικού βίου (Papanoutsos) |
    • έδωσε στα σωζόμενα ποιήματα και στ' αποσπάσματα την αυστηρή εκείνη ενότητα κ' εσωτερική συνοχή οργανικού συνόλου, μια τόσο σφιχτά δεμένη ~ (Melas) |
    • παρακολουθούμε μιαν αφήγηση με εξέλιξη και ~ (Dimaras) |
    • το καθέν' από τα επιμέρους στοιχεία εκτελεί μια λειτουργία μέσα στην ~ του έργου (Papanoutsos) |
    • βλέπει παντού την ~ ενός εσωτερικά πειθαρχημένου γίγνεσθαι (id.) |
    • άμα εξακριβώνη τις λεπτομέρειες, προσπαθεί η νεώτερη έρευνα να συλλαμβάνη ταυτόχρονα την ~ τους και τη λειτουργία τους μέσα στο σύνολο (Karouzos) |
    • poem ... και να σηκώνουν | τα δάχτυλα των κοιμισμένων ένα ένα | προς τη γιομάτη μυρωδιές ~ | των καϊκιών που πλέχουν μες στους δρόμους (Empeirikos) |
    • μην ξυπαστής | απ' τη λαμπρή ~ των σπινθήρων! (Alexandrou)
  • ② close association or connection, mutual relationship, interrelationship, correlation, context (syn αμοιβαία συσχέτιση):
    • ~ και συνεξάρτηση νόησης και εμπειρίας |
    • οι μεγάλες κοσμικές αλληλουχίες και τα πρωταρχικά προβλήματα που τις στηρίζουν |
    • και τα μετριότερα έργα, που αποτελούν υψηλό και άξιο βάθρο για τ' άλλα, συγκινούν και έξω από την ~ τους, σαν τα σολωμικά αποσπάσματα (Karouzos) |
    • δεν υποτίμησε ποτέ την ~ της μορφής και της στάσης του ανθρώπου μέσα στον κόσμο (id.) |
    • δεν ξέρομε σε ποια ~ τα είπε τα λόγια του (id.) |
    • στις λεπτομέρειες μόνο χρειάζονται μεταρρυθμίσεις, αλλά δεν έχουν θέση αυτές οι λεπτομέρειες σε τούτη την ~ (Tsatsos) |
    • αυτό δεν είναι το επίμαχο θέμα στην ~ που μας απασχολεί (id.) |
    • υπάρχει ορισμένη ~ μεταξύ των ανθρωπολογικών τύπων της νοτίου Eλλάδος και νοτίου Iταλίας (Poulianos) |
    • υπάρχει ~ και σύνδεση ανάμεσα στο υλικό και των δυο χρόνων (1958 και 1959) (id.) |
    • γνωρίζουν την ~ των συναισθημάτων και των αντιδράσεων που απαρτίζουν τον ψυχικό μας μηχανισμό (Papanoutsos) |
    • το θέμα είναι βαλμένο σε μιαν ~ ενός μεγάλου συνόλου διδασκαλίας (id.) |
    • (λόγω των πολυαρίθμων αρθρογράφων) λείπει η ~ που χρειάζεται σ' ένα ογκώδες σύνολο καθώς είναι μια εγκυκλοπαιδεία (Papatsonis)

[fr LMG αλληλουχία ← K, PatrG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες