Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλληλοσυσχέτιση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλοσυσχέτιση [alilosis étisi] η, pl αλληλοσυσχετίσεις (L)
  • mutual correlation:
    • σ' ένα σύγχρονο πρόγραμμα αναγνωρίζεται η ~ και αλληλεξάρτηση των γλωσσικών μαθημάτων· δεν εξετάζονται σα χωριστά μαθήματα (Geros) |
    • το τεχνικό στοιχείο της πολιτιστικής μας πραγματικότητος έχει δημιουργήσει πολύπλοκες αλληλοσυσχετίσεις· κανένα φαινόμενο δεν ημπορεί να εξετασθή σε απομόνωση (Georgoulis) |
    • για ένα μάτι που αντιλαμβάνεται με μεγαλύτερη ακόμη καθαρότητα τις αλληλοσυσχετίσεις των φαινομένων, δεν θα φανερωθή κάποια μέρα ότι ήταν κι αυτή ένα όνειρο; (Mourelos)

[cpd w. συσχέτιση ← kath συσχέτισις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες