Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλληλοστηρίζονται
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλοστηρίζονται [alilostirízonde]
  • prop, support one another or each other:
    • οι μοναρχίες εστήριζαν η μια την άλλη, όπως ~ οι πέτρες του ίδιου οικοδομήματος (Fteris) |
    • στην ποιητική τέχνη όλα συγκρατιόνται, ~, μεταμορφώνονται, ανεβοκατεβαίνουν τη σκάλα του ύψους (Palam)

[cpd w. στηρίζομαι (s. στηρίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες