Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληλοστηρίζονται [alilostirízonde]
- prop, support one another or each other:
- οι μοναρχίες εστήριζαν η μια την άλλη, όπως ~ οι πέτρες του ίδιου οικοδομήματος (Fteris) |
- στην ποιητική τέχνη όλα συγκρατιόνται, ~, μεταμορφώνονται, ανεβοκατεβαίνουν τη σκάλα του ύψους (Palam)
[cpd w. στηρίζομαι (s. στηρίζω)]
- prop, support one another or each other: