Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλληλοσπαραγμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλληλοσπαραγμός ο [alilosparaγmós] Ο17 : οξύτατη διαμάχη μεταξύ προσώπων ή ομάδων: Ο εμφύλιος ~ κατέστρεψε τη χώρα. Ο ~ των πολιτικών κομμάτων είναι τροχοπέδη σε μια δημιουργική αντιπαράθεση. (έκφρ.) προς τι το μίσος και ο ~;, ερώτηση που απευθύνεται σε κάποιους που αντιδικούν για κτ. πολύ ασήμαντο.

[λόγ. αλληλοσπαρακ- (αλληλοσπαράσσομαι) -μός με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλοσπαραγμός [alilosparaγmós] ο,
  • SIMA2>killing of one another, mutual slaughter (syn in αλληλοκτονία):
    • ερημώθηκε η πόλη από τον αλληλοσπαραγμό |
    • στην αρχή τη ζωή των ανθρώπων την κυβερνούσε ο ~ (Theodorakop) |
    • κάποιος ανιστορεί τον αλληλοσπαραγμό δύο λιονταριών που στο θυμό τους έσπασαν το χώρισμα του κλωβού και όρμησαν το ένα απάνω στο άλλο (Papanoutsos)
  • ① clash, quarrel, conflict of people against one another (syn σύγκρουση, σύρραξη ανθρώπων or παρατάξεων μεταξύ τους):
    • ελληνοτουρκικός ~ στην Kύπρο |
    • ο ~ των κομμάτων (or ο κομματικός ~) οδηγεί την πατρίδα στον όλεθρο |
    • η χώρα οδηγήθηκε στον τραγικό αλληλοσπαραγμό του διχασμού (Roussos) |
    • μια έρευνα θα αποκαλύψη ποιοι ... υποκινούν τον αλληλοσπαραγμό των Kυπρίων (Christidis)

[cpd w. σπαραγμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες